Του Ευάγγελου Βενιζέλου*
Ας ανασυγκροτήσουμε τη μεγάλη εικόνα. Ο Ν. Ανδρουλάκης καταγγέλλει ότι, όπως διαπίστωσαν οι τεχνικές υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έγινε απόπειρα παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του με χρήση του παράνομου λογισμικού Predator. Οι ελληνικές αρχές δεν κατηγορούνται για κάτι. Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας καλεί σε ακρόαση τον διοικητή της ΕΥΠ, ο οποίος συνοδευόμενος από δύο υπουργούς εμφανίζεται και διαβεβαιώνει τη Βουλή ότι ο Ν. Ανδρουλάκης δεν παρακολουθείται. Δύο ημέρες αργότερα ο Πρωθυπουργός παύει τον διοικητή της ΕΥΠ και τον Γενικό Γραμματέα – επικεφαλής του γραφείου του γιατί αποκαλύπτεται, μέσα από έρευνα της ΑΔΑΕ, ότι η ΕΥΠ, με έγκριση της εισαγγελικής λειτουργού που παρεπιδημεί σε αυτή, παρακολουθούσε «επισήμως» έναν ευρωβουλευτή, υποψήφιο αρχηγό του κόμματός του μέχρις ότου αυτός εξελέγη και μερικές ημέρες ακόμη, για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Χωρίς σχέση με κάποιο έγκλημα, έτσι για άντληση πληροφοριών.
Το πολιτικό κλίμα οξύνεται με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης. Διακινούνται φήμες ότι η παρακολούθηση ζητήθηκε από υπηρεσίες φίλων χωρών αλλά αυτές διαψεύδονται πανηγυρικά. Καλείται το θύμα της παρακολούθησης να ενημερωθεί από τον νέο διοικητή της ΕΥΠ, αλλά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θεωρεί πολύ πιθανό να έχουν καταστραφεί τα σχετικά στοιχεία, ενώ ο υπουργός Επικρατείας δηλώνει ότι ουδείς γνωρίζει τον λόγο της παρακολούθησης. Ο Πρωθυπουργός όμως προφανώς γνωρίζει και τον λόγο και το περιεχόμενο της παρακολούθησης που την κρίνει πολιτικά απαράδεκτη και εσφαλμένη, τόσο μάλιστα ώστε να οδηγηθεί στην άμεση αποπομπή του στενότερου συνεργάτη του, ο όποιος, παρότι μετακλητός υπάλληλος, αναλαμβάνει την «αντικειμενική» πολιτική ευθύνη. Γνωρίζει επίσης ο Πρωθυπουργός ότι δικός του νόμος δεν επιτρέπει από το 2021 στην ΑΔΑΕ να ενημερώνει εκ των υστέρων τον στόχο παρακολούθησης εάν αυτή έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας. Γνωρίζει ότι «νομίμως» κανείς δεν μπορεί να ενημερώσει τον Ν. Ανδρουλάκη. Η ΠΝΠ που εκδόθηκε με επείγουσες – υποτίθεται – νομοθετικές αλλαγές δεν επανέφερε τη δυνατότητα νόμιμης ενημέρωσης μέσω της ΑΔΑΕ ούτε θέσπισε ένδικο βοήθημα για τον εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης παρακολούθησης.
Η θεωρία της Κυβέρνησης είναι πως η παρακολούθηση ήταν «τυπικά επαρκής», δηλαδή «νομότυπη», αφού είχε εγκριθεί από εισαγγελικό λειτουργό. Η παρακολούθηση ήταν όμως κατά την Κυβέρνηση αναιτιολόγητη, πολιτικά απαράδεκτη, εσφαλμένη, δεν έπρεπε να γίνει και για τον λόγο αυτό απολύθηκε ο διοικητής της ΕΥΠ και παραιτήθηκε αναλαμβάνοντας την «αντικειμενική» πολιτική ευθύνη σε υποκατάσταση του πρωθυπουργού / εποπτεύοντος της ΕΥΠ υπουργού, ο Γενικός Γραμματέας. Μια πράξη που συνιστά περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος και η οποία είναι αναιτιολόγητη, εσφαλμένη και πολιτικά απαράδεκτη, είναι μια πράξη που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, είναι δηλαδή μια πράξη παράνομη.
Αυτό δυσκολεύονται να το κατανοήσουν κύκλοι που λένε δημόσια ότι εφόσον η παρακολούθηση εγκρίθηκε από την εισαγγελέα εφετών την εγκατεστημένη στην ΕΥΠ, αυτή είναι νόμιμη και ας μας πει ο Ν. Ανδρουλάκης τι έκανε και τον παρακολουθούσαν! Ουδείς από αυτούς σκέπτεται ότι ο Πρωθυπουργός απέλυσε δύο στενούς του συνεργάτες και θεώρησε απολύτως εσφαλμένη την παρακολούθηση από την οποία θέλησε να αποστασιοποιηθεί πλήρως, αδιαφορώντας για το γεγονός της εισαγγελικής έγκρισης.
Ενώ δε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός άνοιξε επισήμως τη συζήτηση για τις ειδικές εγγυήσεις άρσης του απορρήτου των πολιτικών προσώπων, τάχθηκε δηλαδή υπέρ της ειδικής μεταχείρισής τους, η Κυβέρνηση στο όνομα του αντικοινοβουλευτικού λαϊκισμού θέλει απόλυτη ισότητα όλων στις παρακολουθήσεις. Αυτό που λένε είναι ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, οι υπουργοί και οι αρχηγοί των κομμάτων πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως και κάθε αλλοδαπός πιθανώς σχετιζόμενος με κατασκοπεία! Αρα θα μπορούσε η κυβέρνηση Τσίπρα να παρακολουθεί τον κ. Μητσοτάκη και η Κυβέρνηση Μητσοτάκη τον κ. Τσίπρα στο όνομα της ισότητας ενώπιον των λόγων εθνικής ασφάλειας! Η συζήτηση είναι βέβαια άνευ πραγματικού αντικειμένου γιατί δεν υπάρχει στην Ελλάδα ούτε ένα πολιτικό πρόσωπο που λέει ουσιώδη πράγματα στο κινητό του τηλέφωνο ή με το κινητό τηλέφωνο στον ίδιο χώρο. Ολοι θεωρούν ότι παρακολουθούνται τουλάχιστον εν δυνάμει. Οποιος έχει άλλη αίσθηση, ας το πει.
Οι συνταγματολόγοι γίνονται ενοχλητικοί με τις ευαισθησίες τους που αποδίδονται όλες σε πολιτικές σκοπιμότητες. Τη νομιμότητα, λέει η Κυβέρνηση, την κρίνουν τα δικαστήρια. Ορθώς. Σε ποιο δικαστήριο προβλέπεται να προσφύγει ο Ν. Ανδρουλάκης; Πώς θα προσέφευγε αν δεν αποκαλυπτόταν εκ των υστέρων και μέσω ΑΔΑΕ η βαριά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του; Δεν προβλέπεται κάποιο ειδικό ένδικο βοήθημα ούτε ένδικα μέσα που πρέπει να εξαντληθούν! Ευτυχώς υπάρχει το ΕΔΔΑ στο Στρασβούργο. Ευτυχώς υπάρχουν γενικού χαρακτήρα ένδικα βοηθήματα.
Αντί να συνομολογούν όλοι με θλίψη ότι στην περίπτωση Ανδρουλάκη παραβιάστηκαν κατάφωρα όλες οι εγγυήσεις που απαιτεί η νομολογία του Στρασβούργου προκειμένου να είναι νόμιμη η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών οποιουδήποτε ανθρώπου, δίνεται έμφαση στην πολιτική του ιδιότητα, που την επικαλέστηκε όμως ο Πρωθυπουργός και όχι το θύμα!
Αντί να ενισχυθεί ο ρόλος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και να θωρακιστεί η εξεταστική επιτροπή που συγκροτήθηκε με την ανοχή απλώς της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κάποιοι θέλουν να θεμελιώσουν τη δυνατότητα της ΕΥΠ να παρακολουθεί για λόγους «εθνικής ασφάλειας» τους βουλευτές, μεταξύ των οποίων και τα μέλη των επιτροπών που ελέγχουν την ΕΥΠ και οι αρχηγοί των κομμάτων, οι οποίοι κατά το άρθρο 5 παρ. 4 ν. 2225/1994 πρέπει να ενημερώνονται μέσω της ΑΔΑΕ για «κάθε περίπτωση» άρσης του απορρήτου. Δυστυχώς η διάταξη υπάρχει αλλά δεν εφαρμόζεται.
Αντέδρασα απέναντι στην κατάσταση αυτή, τη γεμάτη αντιφάσεις και επικίνδυνες θεσμικές διολισθήσεις, όπως επιβάλλει η σκληρή εμπειρία μου από την περίοδο 2015 – 2019 όταν αγωνιστήκαμε για να μείνει η Ελλάδα ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία, η επιστημονική μου ιδιότητα και τα όσα έχω υποστηρίξει ερευνητικά και επιπλέον η ιδιότητά μου ως πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ που βλέπει την πρωτοφανή μεταχείριση που επιφυλάσσεται από την Κυβέρνηση στον τωρινό Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και μέσω αυτού σε μια ιστορική παράταξη που σήκωσε δυσανάλογα μεγάλο βάρος την περίοδο 2010 – 2019. Αυτό ο κ. Μητσοτάκης προσωπικά ως υπουργός της κυβέρνησης Σαμάρα – Βενιζέλου και ως αρχηγός της ΝΔ δεν δικαιούται να το λησμονεί. Οποιοι ενθαρρύνουν ή ανέχονται δημοσιεύματα του είδους «έγινε ΣΥΡΙΖΑ ο Βενιζέλος» δεν έχουν πολιτική και διανοητική σοβαρότητα. Και σίγουρα δεν έχουν ένσημα αγώνων κατά του ΣΥΡΙΖΑ συγκρίσιμα με τα δικά μου. Ας συνέλθουν εγκαίρως.
Ναι, λένε κάποιοι, «αλλά προέχει η σταθερότητα, η αποτροπή της επανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία» Και συμπληρώνουν, «άλλωστε το ενδιαφέρον για τις υποκλοπές είναι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις μειωμένο, η διαφορά μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων εξακολουθεί να είναι σαφής, δεν κέρδισε και τίποτα σπουδαίο το ΠΑΣΟΚ από τη θυματοποίηση Ανδρουλάκη».
Δεν υπάρχει πολιτική σταθερότητα χωρίς σταθερότητα των θεσμών. Χωρίς πραγματικό και ανεπίληπτο κράτος δικαίου δεν υπάρχει αξιόπιστη και ασφαλής δημοκρατία και χωρίς δημοκρατία δεν υπάρχει ούτε αναπτυξιακή προοπτική, ούτε εξωτερική πολιτική, ούτε κοινωνική συμπεριληπτικότητα. Και η υπόθεση Novartis είχε χαμηλή θέση στις δημοσκοπήσεις, ενώ ο κίνδυνος της κλιματικής κρίσης υστερεί σε σχέση με την αγωνία για τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας.
Το ζήτημα δεν είναι η χαμηλή θέση των υποκλοπών στις δημοσκοπήσεις αλλά το χαμήλωμα του πήχυ των ποιοτικών απαιτήσεων κάποιων που είναι έτοιμοι να αποδεχθούν θεσμικές εκπτώσεις μη τυχόν και ενισχυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ! Για να μην ενισχυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ας κλείσουμε λοιπόν τα μάτια σε παραβατικές ενέργειες και τα αφτιά σε προκλητικές επιχειρηματολογίες.
Το πιο παράδοξο είναι όμως ο τρόπος με τον οποίο τίθεται πλέον ο εκλογικός στόχος της αυτοδυναμίας, δηλαδή της μονοκομματικής κυβέρνησης. Τίθεται ως απολύτως αναγκαίος γιατί η διαχείριση της υπόθεσης των υποκλοπών από την Κυβέρνηση κατέστησε προφανώς δυσκολότερη την αναζήτηση συναινέσεων και συνεργατικών λύσεων! Δεν τίθεται ως προτεραιότητα η μείωση της πόλωσης που προκάλεσε η υπόθεση των υποκλοπών αλλά η όξυνσή της. Μάλιστα κάποιοι θέλουν πλέον «αυτοδύναμη» μονοκομματική κυβέρνηση που θα μπορεί για λόγους εθνικής ασφάλειας να παρακολουθεί χωρίς ενοχές πολιτικούς αντιπάλους της με την έγκριση δύο πλέον εισαγγελέων αλλά πάντα ανώνυμα και αναιτιολόγητα!
Ελπίζω η νευρική και κατά βάθος αμήχανη αλαζονεία ως ακραία μορφή λαϊκισμού να μην είναι το ίζημα που θα αφήσει η υπόθεση των υποκλοπών. Ελπίζω να μην έχει υποκλαπεί οριστικά η εθνική σοβαρότητα και η γνήσια ευρωπαϊκή πολιτική προοπτική της χώρας.
*O Ευάγγελος Βενιζέλος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Έχει διατελέσει αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός