Μαρία Κατσουνάκη
Η Καθημερινή, 08/07/2018
Με τα ίδια ή κάπως διαφορετικά λόγια, οι πολιτικές και οι ιστορίες της πολιτικής επαναλαμβάνονται. Πλησιάζουν εκλογές; Οξύνεται το κλίμα, επιστρατεύονται οι χαρακτηρισμοί: «Κλέφτης, κλέφτης, κλέφτης», «ντροπή, ντροπή, ντροπή». Για κάποιο λόγο, σε αυτήν την, προ ημερησίας διατάξεως, συζήτηση για την οικονομία στη Βουλή, την περασμένη Πέμπτη, κάθε λέξη που εκστομιζόταν για να μειώσει τον αντίπαλο, είτε ήταν ο πρωθυπουργός είτε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επαναλαμβανόταν τρεις φορές.
Αυτή η οπερετική (εκ της οπερέτας) ένταση είχε γνωστά μοτίβα («είστε αδίστακτος απατεώνας και διαπλεκόμενος»), εξαντλητικές καταγραφές («μας είπατε 40 φορές κλέφτες»), εξαντλητικές αναδιφήσεις στο παρελθόν («το 1993 είπατε σε συνέντευξή σας», «το 2007 δηλώσατε» κ.ο.κ.). Τι απέμεινε από όλα αυτά; Ασφαλώς όχι το συμπέρασμα του πρωθυπουργού: «Η Ελλάδα του χθες, της χρεοκοπίας, της διαπλοκής, της διαφθοράς τελείωσε. Η Ελλάδα του σήμερα και του αύριο είναι το ζήτημα, που στέκεται ξανά στα πόδια της, που είναι ξανά περήφανη (…) που βρίσκει ξανά τη χαμένη της αξιοπρέπεια, που βρίσκει ξανά τη χαμένη της δύναμη και γίνεται μια ισχυρή οικονομική και γεωπολιτική δύναμη στον ευρωπαϊκό χώρο». Εκτός τόπου, εκτός πραγματικότητας. Και τα δύο με πρόθεση. Η «ισχυρή δύναμη» όπως την επικαλείται ο κ. Τσίπρας μόνο με τον μαγικό ζωμό του δρυίδη, που έκανε τους Γαλάτες αήττητους, θα ήταν εφικτή, αλλά και πάλι δύσκολο γιατί αυτή η χώρα δεν διαθέτει ούτε δική της μαρμίτα. Θα χρειαζόταν να… την παραγγείλει στο εξωτερικό. Αρα το μόνο που απομένει είναι η νομή της εξουσίας, διαδικασία επίπονη μεν, τυφλοσούρτης δε, την οποία ακολουθεί κάθε κόμμα που αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Στις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται ένα ποσοστό 15-16%, της «αδιευκρίνιστης ψήφου». Το ποσοστό αυτό αποδίδεται σε απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι ή θα επιλέξουν άλλα κόμματα ή δεν θα πάνε να ψηφίσουν ή, ορισμένοι, ενδεχομένως και να επιστρέψουν στην αρχική θέση τους. Οι οικονομικές παροχές, θεωρείται, ότι θα γείρουν την πλάστιγγα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Πόσο, όμως, όλες αυτές οι υποθέσεις λαμβάνουν υπόψη τις υπόκωφες αλλαγές που έχουν συμβεί και εξακολουθούν να συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία σε όλη την περίοδο της κρίσης; Η παροχολογία, για παράδειγμα, έχει ακόμα την ίδια επιρροή στους ψηφοφόρους;
Αναδεύεται η κοινωνία, μαζί με ίδια και άλλα υλικά. Η απογοήτευση, η παραίτηση, ο κυνισμός, η συντηρητικοποίηση, ο εκφασισμός, ο ανορθολογισμός και τα αντίθετα όπως η αλληλεγγύη, η επινοητικότητα, η αριστεία, ο εξορθολογισμός, το δημόσιο συμφέρον, η επιθυμία να πάει προς το καλύτερο η χώρα συνολικά και όχι μόνο –και μόνος– ο καθένας.
Οι αλλαγές που συμβαίνουν στα κόμματα είναι πιο αργές από την κοινωνία. Περίκλειστοι «οργανισμοί» επικοινωνούν με την πραγματικότητα με τις ίδιες, παρωχημένες, λέξεις – κλειδιά. Υπάρχουν και όσοι υποστηρίζουν ότι τα κόμματα, πλέον, «στεγάζουν απλώς τα συμφέροντα των ανθρώπων που τα συναπαρτίζουν». Ο κλονισμός της κρίσης όσο διαλυτικός υπήρξε για τους παραδοσιακούς σχηματισμούς άλλο τόσο οδήγησε να ξαναβρούν ισορροπίες στις βεβαιότητες του παρελθόντος, όσο κι αν όλοι ισχυρίζονταν ότι «τίποτα δεν είναι ίδιο». Ο συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μόνο το «νέο που βγήκε μέσα από την κρίση» δεν είναι, όπως υποστήριξε πρόσφατα στη Βουλή υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης. Είναι ο συμβολικός σχηματισμός της κρίσης, φτιαγμένος με παλιά, ανακυκλωμένα και αναβαπτισμένα στη βοή των αγανακτισμένων υλικά. Επεισε ένα ποσοστό ψηφοφόρων ότι «αφουγκράζεται την κοινωνία», για να αποδειχθεί ότι πρόκειται για μια «εντροπία» του πολιτικού κατεστημένου, που το μόνο που γνωρίζει είναι να χειρίζεται τα ίδια εργαλεία: να κολακεύει τη μάζα, υποθάλποντας τον ανορθολογισμό.
Οσο η πόλωση προχωράει και η απομείωση του αντιπάλου εμφανίζεται ως η μόνη «πρόταση», τόσο η κοινωνία θα γυρίζει την πλάτη στην πολιτική και στην κάλπη θα προσέρχονται οι πάσης φύσεως «αγανακτισμένοι», οι ιδιοτελείς και οι χρωματισμένοι. Η μεσαία τάξη δεν θα έχει διαλυθεί μόνο οικονομικά, αλλά θα έχει μείνει και άστεγη πολιτικά.