Εφημερίδα Πρώτο Θέμα
3 Μαΐου 2020
Ο κορωνοϊός επιταχύνει τη βίαιη ωρίμανση της πολιτικής. Το σημαντικότερο, προκαλεί ασφυξία στον λαϊκισμό. Και τούτο διότι οι εκφραστές του «δεν αντιμετωπίζουν τις εξελίξεις ως συστατικό στοιχείο της ίδιας της πραγματικότητας, αλλά ως μέσο για να στραφούν εναντίον της» (Μιχάλης Σπουρδαλάκης, «Λαϊκισμός και Πολιτική»). Στην ουσία, ο λαϊκισμός συνιστά άρνηση της πολιτικής, έχοντας ψυχολογικό υπόστρωμα τον ατομικό και συλλογικό ναρκισσισμό. Οι λαϊκιστές με το στρατήγημα «λαός ή ελίτ» εμφανίστηκαν υπερασπιστές των λαϊκών συμφερόντων. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια των μνημονίων.
Η πανδημία, όμως, διαμορφώνει ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της υγειονομικής κρίσης και της προηγούμενης οικονομικής, έγκειται στο ότι η αγανάκτηση που άλλοτε κυριαρχούσε, υποκαθίσταται σήμερα από τη συγκατάβαση. Τον διχασμό διαδέχτηκε η καταλλαγή. Την τιμωρητική διάθεση η ανοχή. Τη μισαλλοδοξία η μετριοπάθεια. Τον βερμπαλισμό ο πραγματισμός.
Εξαιτίας των μεταβολών που μεσολάβησαν, το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είναι φυσικό να επιδεικνύει αμηχανία. Δεν απέκτησε ακόμη μια σταθερή γραμμή πλεύσης. Μιλώντας ο Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή στην πρώτη φάση του κορωνοϊού, έδειξε έναν νέο πολιτικό εαυτό. Απέφυγε τον καταγγελτικό λόγο και τους μαξιμαλισμούς.
Ωστόσο, αυτό δεν κράτησε πολύ. Ήταν μια αναλαμπή. Στη συνέχεια ευθυγραμμίστηκε με τους ακραίους του ΣΥΡΙΖΑ. Κατέφυγε σε μια άγονη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση. Πλειοδότησε σε ανώφελες υποσχέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί σε διάσταση με τα δεδομένα της τρέχουσας συγκυρίας. Και πρωτίστως με το κοινό αίσθημα.
Το ερώτημα είναι: Ο πρώην πρωθυπουργός δεν κατανόησε την αλλαγή του πολιτικού κλίματος; Δεν ερμήνευσε σωστά τις δημοσκοπήσεις, αφήνοντας τον φόβο να τον κυριεύσει; Ή το χειρότερο, εξακολουθεί να υποτιμά τον αντίπαλό του; Το βέβαιο είναι ότι έδειξε έλλειψη πολιτικού βάθους. Η αδυναμία του να αντιληφθεί τα υπόγεια ρεύματα που διαπερνούν την κοινωνία μετά την πανδημία, το επιβεβαιώνει. Αρκεί να κοιτάξουμε την πρόσφατη έρευνα της ΔιαΝέοσις.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιμένοντας στα παρωχημένα εργαλεία, επιτρέπει στον Κυριάκο Μητσοτάκη να μονοπωλεί την υπευθυνότητα, τη μετριοπάθεια και τη σύνεση. Στην αντιπαραβολή «Μητσοτάκη-Τσίπρας», αναμφίβολα υπερτερεί ο πρωθυπουργός. Όχι διότι έχει το τιμόνι της διακυβέρνησης. Αλλά γιατί βρίσκεται σε αρμονία με τις προσδοκίες μιας κοινωνίας που θέλει η χώρα να βγει από την κρίση με το μικρότερο υγειονομικό και οικονομικό κόστος.
Προφανές είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας, ασκώντας μια ανεπίκαιρη αντιπολίτευση δύσκολα προσελκύει το ενδιαφέρον ακόμη και εκείνων που θεωρούν πως η πολιτική του αξία δεν είναι αμελητέα. Επενδύοντας στον καταγγελτικό λόγο, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να επιτείνει την κρίση αξιοπιστίας. Κι αυτό σε μια περίοδο που δεν επικρατεί η αγανάκτηση, αλλά η συγκατάβαση.
Μένοντας προσηλωμένος στις προγενέστερες προσεγγίσεις του, εύλογο είναι να πολιτεύεται σε πολιτικό κενό. Προεκλογικά είχε τη δυνατότητα να ενοχοποιήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, εγκαλώντας τον για νεοφιλελευθερισμό και ακροδεξιές αποκλίσεις. Από τη στιγμή όμως που οι κατηγορίες αυτές καταρρίπτονται από τις κυβερνητικές πράξεις τίθεται το ζήτημα με ποια επιχειρηματολογία αντιμετωπίζει τον πρωθυπουργό.
Ο Αλέξης Τσίπρας αναμφίβολα χρειάζεται έναν νέο πολιτικοϊδεολογικό εξοπλισμό, προκειμένου να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που του προσφέρονται. Η εδραίωσή του στον κεντροαριστερό χώρο, τον οποίο παλιά κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ, αποτελεί πλεονέκτημα γι’ αυτόν. Πάντως, αν δεν επενδύσει σε νέες ιδέες και στρατηγικές το πολιτικό του κεφάλαιο θα απομειωθεί. Μάλιστα, όταν η αποεπένδυση συνδέεται και με τις παθογένειες του παρελθόντος, τότε δυσχεραίνεται περαιτέρω η θέση του. Ο λαϊκισμός που άλλοτε υιοθέτησε δείχνει να είναι το υποκείμενο νόσημα του ΣΥΡΙΖΑ. Οι πρόσφατες αθλιότητες μεσαίων και κεντρικών στελεχών του αποδεικνύουν ότι στον κομματικό βιότοπο οι λαϊκιστές έχουν ισχυρά ερείσματα.