Εφημερίδα Η Αξία
7 Σεμπτεβρίου 2013
Μία από τις πιο μελανές σελίδες της σύγχρονης Ελλάδας είναι η πρόσφατη κρίση και χρεοκοπία της. Λίγα χρόνια πριν, αυτό θα έμοιαζε με σενάριο πολιτικής μυθοπλασίας. Όχι ότι δεν υπήρχαν προβλήματα, το αντίθετο. Οι εκκρεμότητες του παρελθόντος χτυπούσαν το καμπανάκι, αλλά η επίλυσή τους ετεροχρονιζόταν από την πολιτική ελίτ.
Παρ’ όλα αυτά η χώρα εξελισσόταν, καταγράφοντας στο ενεργητικό της σημαντικά επιτεύγματα. Η μεταπολιτευτική περίοδος, την οποία τόσο εύκολα πετροβολούν διάφοροι νεόκοποι πολιτικοί και αναλυτές, ήταν μια σημαντική αναλαμπή. Η ένταξη στην ΕΟΚ και η είσοδος στην ΟΝΕ αποτέλεσαν δύο κορυφαίους ιστορικούς σταθμούς.
Ωστόσο, τα βήματα που έγιναν έμειναν μετέωρα, η εναρμόνισή μας με τους κανόνες και τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετατέθηκε σε βάθος χρόνου. Η πάλητων δυνάμεων που ήθελαν τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας με εκείνες που την κρατούσαν καθηλωμένη στο αναχρονιστικό παρελθόν της αποδείχθηκε άνιση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι όλες οι προσπάθειες εξευρωπαϊσμού της προσέκρουσαν σε έναν μαρμαρωμένο κοινωνικό σχηματισμό, αλλά και σε ένα ανεπαρκές και οπισθοδρομικό κομματικό σύστημα.
Ο λαϊκισμός, οι πελατειακές πολιτικές, οι εθνικιστικές εμμονές και εξάρσεις, οι θρησκοληψίες ήταν τα κυρίαρχα στοιχεία που διαπερνούσαν το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων. Τα αποτελέσματα γνωστά: υπερτροφικός δημόσιος τομέας, κλειστά επαγγέλματα, συντεχνιακή οργάνωση της κοινωνίας, ανύπαρκτη παραγωγική βάση, απουσία αναπτυξιακής στρατηγικής. Μέλημα όλων, κομματικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών, ήταν η διατήρηση και η διαιώνιση ενός στρεβλού μοντέλου παραγωγής, οργάνωσης και λειτουργίας, το οποίο οδήγησε σε μια επίπλαστη ευημερία και ανάπτυξη.
Η Ελλάδα δεν βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού το 2009, γιατί την έσπρωξαν οι ανάλγητες αγορές ή το ευρωπαϊκό διευθυντήριο, ούτε υπήρξε θύμα διεθνούς σκευωρίας. Μολονότι όλοι γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη τη συγκεκριμένη περίοδο, το παράδοξο είναι ότι κανείς δεν στέκεται στο ουσιώδες και στο καίριο. Τοπροσπερνούν, καταφεύγοντας σε ανούσιες πολιτικές αντιπαραθέσεις, ενώ στην πραγματικότητα τότε έφτανε στο αποκορύφωμά του ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας. Οι δυνάμεις που υπηρέτησαν αυτές τις πολιτικές έχουν επιβάλει ομερτά, προκειμένου να συγκαλύψουν τις ιστορικές τους ευθύνες τους.
Η καραμανλική ΝΔ, αδυνατώντας να υπερασπιστεί τη διακυβέρνησή της, έχει επιλέξει την εκκωφαντική σιωπή. Θέλοντας να αποφύγει την οποιαδήποτε συζήτηση και κριτική, επιτίθεται σε όποιον το επιχειρεί. Χαρακτηριστική είναι η επίθεση που δέχθηκε ο Γ. Στουρνάρας όταν αναφέρθηκε με στοιχεία στην εκτόξευση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους. Τις τραγικές συνέπειες των πολιτικών της κυβέρνησης Καραμανλή επεσήμαινε διαρκώς και ο προκάτοχός του Κ. Σημίτης, οι προθέσεις του οποίου βέβαια αμφισβητήθηκαν ακόμη και από το ίδιο του το κόμμα.
Ο Γ. Παπανδρέου από την άλλη, προτάσσοντας το προσωπικό και κομματικό του συμφέρον, αδιαφόρησε πλήρως για το τετελεσμένο έγκλημα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Στην πραγματικότητα, με την τακτική που ακολούθησε αποενοχοποίησε την καραμανλική διακυβέρνηση, συγκαλύπτοντας την και καλλιεργώντας παράλληλα ψευδαισθήσεις στους πολίτες. Το περιβόητο «λεφτά υπάρχουν», σε συνδυασμό με τους ερασιτεχνισμούς και αυτοσχεδιασμούς της κυβέρνησής του, υπήρξε ο καταλύτης για την καταβαράθρωση της χώρας και της ελληνικής οικονομίας.
Ως εκ τούτου, οι διακυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου είναι υπόλογες για τις πολιτικές που ακολούθησαν και για τα τραγικά λάθη, στα οποία υπέπεσαν. Οι ίδιοι είναι οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί της κρίσης και της χρεοκοπίας. Τα κόμματά τους, δύο μεγάλες ιστορικές παρατάξεις, αντί να στρουθοκαμηλίζουν οφείλουν να κάνουν την απαραίτητη και αναγκαία αποτίμηση.
Οι εσωκομματικές ισορροπίες που έχουν επιλέξει οι σημερινές ηγεσίες τους το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να διαχέεται, ακόμη και να μετατίθεται, η ευθύνη των προκατόχων τους στις ίδιες. Η αξιολόγηση του πρόσφατου κυβερνητικού παρελθόντος, τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί να αποτελεί ταμπού. Στην πολιτική οι πράξεις και οι ενέργειες, κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Οι επιλογές τους μετά το 2004 οδήγησαν τη χώρα και την οικονομία σε οριακή κατάσταση.
Οι δυνάμεις της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς, απαλλαγμένες από τους κομματικούς πατριωτισμούς και τις υστεροβουλίες, καλούνται να κάνουν την απαραίτητη ανατοποθέτησή τους. Όχι μόνο για λόγους ιστορικούς, αλλά κυρίως γιατί πρέπει να αποδεσμευτούν, τραβώντας διαχωριστική γραμμή, από όλες εκείνες τις πολιτικές που μας οδήγησαν στα σημερινά τραγικά οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα.
Το ζήτημα αυτό είναι καίριας σημασίας τώρα που διαπιστώνουμε ότι και στα δύο συγκυβερνώντα κόμματα οι θύλακες του λαϊκισμού και των πελατειακών πολιτικών επιδιώκουν τη ματαίωση των αναγκαίων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Μάλιστα επικαλούμενοι το πολιτικό κόστος, φτάνουν στο σημείο να ζητούν τον αναπροσανατολισμό της ακολουθούμενης κυβερνητικής πολιτικής – στην ουσία την εγκατάλειψη της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος δεν έχουν να προσδοκούν τίποτα, παρέχοντας κάλυψη στις κυβερνήσεις του Καραμανλή και του Παπανδρέου, εκτός αν θέλουν να περιοριστούν στον μικρόκοσμο των κομματικών παραγόντων τους. Τα δύο πρώην κόμματα εξουσίας, στα οποία κλήθηκαν να ηγηθούν, βρέθηκαν στο ναδίρ της επιρροής τους. Η πλειονότητα των πρώην ψηφοφόρων τους απέσυρε την εμπιστοσύνη της, λόγω και του πρόσφατου κυβερνητικού παρελθόντος των.
Επομένως η τολμηρή και ουσιαστική αποτίμηση των πολιτικών που ακολούθησαν οι προκάτοχοί τους είναι επιβεβλημένη. Άλλωστε κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο τόσο για να θεμελιώσουν την πολιτική που έχουν επιλέξει να ακολουθήσουν, όσο και για την ανάκτησή της δύναμής τους.