Γιάννης Μεϊμάρογλου
Athens Voice, 14/03/2021
Κάθε φορά που η χώρα συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται μπροστά στον γκρεμό της δικομματικής πόλωσης και του εμφυλιοπολεμικού διχασμού, η συζήτηση για τον κεντρώο χώρο επανέρχεται στο προσκήνιο, ως η σωτήρια λύση. Είναι ίσως η ενστικτώδης και αυθόρμητη αντίδραση της κοινωνίας τη στιγμή που διαισθάνεται τους κινδύνους που παραμονεύουν. Μια τέτοια στιγμή ζούμε και τώρα. Όταν οι τραγικές συνέπειες της πανδημίας στη δημόσια υγεία και την οικονομία, καθώς και τα θύματα της άγριας βίας, γίνονται αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης, είναι φυσιολογικό οι ψύχραιμες και συναινετικές φωνές της κοινής λογικής να ακούγονται με ανακούφιση.
Τι είναι όμως αυτό το περίφημο και περιζήτητο, κατά καιρούς, «Κέντρο»; Είναι μια γεωγραφική περιγραφή του χώρου ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά; Είναι μια πληθυσμιακή ομάδα αναποφάσιστων, δημοκρατικών, πολιτών που μετακινούνται ανάλογα με τις συνθήκες της συγκυρίας ακολουθώντας τον άνεμο της εξουσίας; Ή μήπως είναι το απαραίτητο αξεσουάρ στην πολιτική ταυτότητα των «κόμματων εξουσίας»; Τα ερωτήματα αυτά μπορεί να εκφράζουν την διακομματική προσπάθεια υποτίμησης του χώρου, αποτυπώνουν ωστόσο την πολιτική πραγματικότητα των μεταπολιτευτικών δεκαετιών. Τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα, στηρίχτηκαν πάντα στην άτυπη συμμαχία τους με τον κεντρώο χώρο. Μοναδική εξαίρεση, ο ΣΥΡΙΖΑ, που κυβέρνησε συμμαχώντας με την ακροδεξιά.
Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, ιδιαίτερα μετά το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Κώστα Σημίτη, ο χώρος του Κέντρου απέκτησε πιο συνεκτικά ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά που του έδωσαν διακριτό ρόλο στις εξελίξεις. Συνειδητοποίησε ότι η έννοια της προόδου είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη και ότι ανάπτυξη, ιδιαίτερα στη χώρα μας, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις αναγκαίες και επείγουσες μεταρρυθμίσεις που έμεναν επί χρόνια βυθισμένες στο βάλτο των συντεχνιακών συμφερόντων και της γραφειοκρατίας. Η οικονομική και η υγειονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, υπογράμμισαν ακόμα περισσότερο τη διαιωνιζόμενη συνειδητή καθυστέρηση. Το δήθεν απολίτικο Κέντρο απέκτησε φιλελεύθερη μεταρρυθμιστική ταυτότητα, έγινε «Πολιτικό Κέντρο».
Στις εκλογές του 2019 τη μάχη του «Κέντρου» την κέρδισε κατά κράτος ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσιάζοντας ένα τολμηρό και φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Ωστόσο, η πορεία υλοποίησης του κυβερνητικού προγράμματος δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα αφού ο σκληρός πυρήνας της ΝΔ δεν έδειξε από την αρχή ιδιαίτερα ενθουσιασμένος ούτε με τις διακηρύξεις ούτε και με αρκετά από τα πρόσωπα που κλήθηκαν να τις υλοποιήσουν. Ας μην υποτιμάει κανείς το γεγονός ότι ένα σημαντικό κομμάτι της παραδοσιακής Δεξιάς επιμένει σε ακραίες απόψεις στα εθνικά θέματα, και όχι μόνο. Την ίδια στιγμή, ένα άλλο κομμάτι που έβαλε ουσιαστικά πλάτη στη διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συνεχίζει να συμπλέει στην κριτική του με την αξιωματική αντιπολίτευση.
Το Κίνημα Αλλαγής είχε εξ αρχής, ως εγχείρημα, τις προϋποθέσεις να αποτελέσει τον προνομιακό χώρο για την υποδοχή των δυνάμεων του κεντρώου χώρου, αν λάβει κανείς υπ’ όψη του τις ιδρυτικές του διακηρύξεις, ακόμα και μετά την αποχώρηση μερικών εκ των δυνάμεων που πήραν μέρος στη συγκρότησή του. Στην πορεία, ωστόσο, το Κίνημα Αλλαγής έριξε λευκή πετσέτα στη μάχη για τη διεκδίκηση του κεντρώου χώρου, επιλέγοντας να υπερασπιστεί την πολιτική κληρονομιά του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου από τον τυχοδιωκτισμό του Τσίπρα και των πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ που μετακόμισαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Η απομάκρυνση και η σταδιακή περιθωριοποίηση εμβληματικών στελεχών καθώς και η συνεχιζόμενη επιστροφή στο παρελθόν με κύριο στόχο την ιστορική δικαίωση του ΠΑΣΟΚ δεν προοιωνίζουν ένα αισιόδοξο πολιτικά μέλλον.
Η εκρηκτική πολιτική συγκυρία, με την κορύφωση της πανδημίας σε συνθήκες όξυνσης του πολωτικού κλίματος καθώς και η ανάγκη επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, αποτελούν μια ανοιχτή πρόκληση και πρόσκληση στις δυνάμεις του Πολιτικού Κέντρου. Η συμβολή τους στην αποτροπή ενός νέου διχασμού, την υπεράσπιση των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και την ανοδική πορεία της χώρας μπορεί να είναι καθοριστική.