Νίκος Κωνσταντάρας
Η Καθημερινή, 16/06/2019
Η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ αφήνει σημαντική κληρονομιά στην Ελλάδα. Απέδειξε ότι και αυτοί που βρίσκονταν έως προσφάτως εκτός της νομής της εξουσίας δεν ήταν καλύτεροι από τους προκατόχους τους, απομυθοποιώντας το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς και άλλα «δόγματα» της Μεταπολίτευσης. Επίσης, επιβεβαίωσε τον γεωστρατηγικό προσανατολισμό της χώρας: παρά τις ιδεοληψίες και τις απειλές, παρά το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, η Ελλάδα παρέμεινε στην Ευρωζώνη, ενώ οι σχέσεις με τις ΗΠΑ ενισχύθηκαν περαιτέρω. Ισως, όμως, το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία αφήσει κάτι ακόμη πιο πολύτιμο: την απόδειξη ότι ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα κυβερνάται εδώ και καιρό έχει χρεοκοπήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ δεν ήταν οι πρώτοι που καταχράστηκαν τα προνόμια της εξουσίας, αλλά το έπραξαν με περισσή αλαζονεία σε μια εποχή που το άγρυπνο μάτι των κοινωνικών δικτύων δεν επιτρέπει και δεν συγχωρεί τέτοιες συμπεριφορές, που οι πολίτες κουράστηκαν από τα αδιέξοδα.
Είναι εύκολο να μπούμε στον πειρασμό να ερμηνεύσουμε το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών ως στροφή από τον λαϊκισμό προς το Κέντρο. Η αλήθεια είναι ότι η πρωτιά της Νέας Δημοκρατίας και η τρίτη θέση του ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ), με το ΚΚΕ τέταρτο και τη Χρυσή Αυγή μόλις πέμπτη, είναι ενθαρρυντικά σημάδια πριν από τις εθνικές εκλογές. Γεγονός, όμως, είναι ότι μεγάλη μερίδα των ψήφων πήγε προς κόμματα και προσωπικότητες που στερούνταν κάθε σοβαρότητας, ενώ και μεταξύ των ψηφοφόρων των μεγαλύτερων κομμάτων κριτήριο για πολλούς ήταν η «αναγνωρισιμότητα» των υποψηφίων. Πιο σωστό είναι να κατανοήσουμε ότι ήταν ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ που ηττήθηκε, ο τρόπος που κυβέρνησε, και ίσως όχι ο ίδιος ο λαϊκισμός.
Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το πρώτο κόμμα που αναρριχήθηκε στην εξουσία με ψεύτικες υποσχέσεις και διατηρήθηκε εκεί με παροχές, με τη χειραγώγηση των θεσμών, με την κατάχρηση των κρατικών μέσων ενημέρωσης, με την καλλιέργεια διχασμού, η αποτυχία της κυβέρνησης υποδεικνύει ότι αυτές οι «τεχνικές» δεν επαρκούν πια. Η στρατηγική του κυβερνώντος κόμματος τις τελευταίες εβδομάδες επικεντρώθηκε στις απειλές προς τους πολίτες ότι εάν δεν τον ψήφιζαν θα έχαναν όλα τα καλά που ο ΣΥΡΙΖΑ πρόσφερε, καθώς και στη δαιμονοποίηση της Νέας Δημοκρατίας και του αρχηγού της. Η αποτυχία σηματοδοτεί την εξάντληση του επιχειρήματος «οι άλλοι είναι χειρότεροι», ότι για όλα φταίνε η «ελίτ» και τα μνημόνια. Τις τελευταίες ημέρες, οι παροχές και τα ρουσφέτια, η φρενίτιδα των μετατάξεων φίλων και συγγενών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ανάγκασε τον πρωθυπουργό να ζητήσει συγγνώμη από τους πολίτες, καθώς και οι αποκαλύψεις για σοβαρότατα προβλήματα στη Δικαιοσύνη, διέλυσαν και τα τελευταία επιχειρήματα υπέρ οποιουδήποτε «ηθικού πλεονεκτήματος». Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι, ενώ εφάρμοσε όσα στηλίτευε, το έκανε σε εποχή που οι πολίτες έχουν μάτια και φωνή (στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους. Ετσι, το άλλοτε πανίσχυρο όπλο της κρατικής ραδιοτηλεόρασης μετατρέπεται σε βαρίδι όταν η προπαγάνδά του προκαλεί τη χλεύη των πολιτών και της αντιπολίτευσης.
Οι εκλογές της 26ης Μαΐου σήμαναν την ήττα του τρόπου που ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε. Η επόμενη κυβέρνηση δεν θα μπορεί να βασιστεί σε ψέματα, σε ρουσφέτια, στη χειραγώγηση των θεσμών, στην πόλωση, στην ανοχή σε μικρές ομάδες που δρουν εις βάρος του συνόλου. Αυτές οι μέθοδοι αποδείχθηκαν επιτυχημένες στο παρελθόν και ίσως να επικρατήσουν και στο μέλλον. Σήμερα, όμως, οι Ελληνες έχουν ανάγκη από λύσεις. Από σταθερότητα στην πολιτική και στην οικονομία, απ’ ό,τι θα συμβάλει στην ανάπτυξη και στις προοπτικές της χώρας. Η Νέα Δημοκρατία έχει επενδύσει στο να προτείνει λύσεις που βασίζονται σε μεταρρυθμίσεις, στη στήριξη της επιχειρηματικότητας. Αυτός ήταν πάντα ο δύσκολος δρόμος στην ελληνική πολιτική και είναι μεγάλο το στοίχημα του Κυριάκου Μητσοτάκη να επιμείνει ώς το τέλος και να πετύχει. Το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, απέδειξε ότι ο άλλος δρόμος είναι αδιέξοδος.