Εφημερίδα Η Αξία
30 Ιουνίου 2012
Αν πράγματι υπάρχουν τομές στην πολιτική, το 2012 είναι χρονολογία ορόσημο για την ελληνική Κεντροαριστερά. Τη χρονιά ετούτη φαίνεται να κλείνει ανέλπιστα για τον χώρο αυτό ο κύκλος που έχει ανοίξει πάνω από τρεις δεκαετίες. Το ΠΑΣΟΚ, ως μια ισχυρή κυβερνώσα Κεντροαριστερά, αποτελεί πλέον παρελθόν. Η καταβαράθρωση και η αποσύνθεσή του αφήνουν ένα μεγάλο κενό πολιτικής έκφρασης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ -παρά την πρωτοφανή εκτίναξη του ποσοστού του- δεν μπορεί να καλύψει το κενό. Σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά τη νέα πολιτική έκφραση της Κεντροαριστεράς. Η πολιτική ταυτότητα και φυσιογνωμία του, όπως αυτή διαμορφώνεται με τις πολιτικές που προσβεύει και τις δυνάμεις που εκπροσωπεί, είναι μονοθεματική. Με κυρίαρχο στοιχείο την αντιμνημονιακή ρητορεία, αναφέρεται στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία και στερείται ευρύτερου πολιτικού προσανατολισμού. Στην πραγματικότητα, είναι πολιτικά και κοινωνικά ετεροβαρής.
Ως εκ τούτου, θα ήταν πρόωρο αλλά και αυθαίρετο να υποστήριζε κάποιος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η νέα πολιτική έκφραση της άλλοτε πολυδύναμης και κυβερνώσας Κεντροαριστεράς. Προς το παρόν τουλάχιστον παραμένει ένα ιδιότυπο πολιτικό σχήμα, με κύριο χαρακτηριστικό τον αριστερίζοντα λαϊκισμό.
Το εκλογικό σώμα, θέλοντας να τιμωρήσει το ΠΑΣΟΚ για τις πολιτικές που ακολούθησε και τα τραγικά λάθη που έκανε, ανέτρεψε τους παγιωμένους συσχετισμούς στον αποκαλούμενο αριστερό και κεντροαριστερό χώρο. Η ανατροπή δεν είναι πρόσκαιρη, αλλά υποδηλώνει τις βαθύτερες αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας.
Όταν μια χώρα φτάνει στη χρεοκοπία, με τους πολίτες της εξοργισμένους, είναι αναπόφευκτες οι ριζικές μεταβολές στον πολιτικό χάρτη. Το νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί είναι φυσικό να ενισχύει τα φαινόμενα λαϊκισμού και εθνοκεντρισμού, να τροφοδοτεί και τα δύο πολιτικά άκρα, να αποσταθεροποιεί τις υπάρχουσες πολιτικές δομές, αλλά και να ευνοεί τη δημιουργία νέων σχημάτων.
Τα όσα έχουν μέχρι σήμερα συμβεί είναι μέρος των αλλαγών που θα επέλθουν. Μόνο όσοι αντιλαμβάνονται την πολιτική ως στατική υπόθεση δεν μπορούν να διαβλέψουν, και πολύ περισσότερο δεν μπορούν να προετοιμαστούν για τις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με όσους την αντιμετωπίζουν με κοντόφθαλμο, ακόμη και με μηχανιστικό τρόπο, είτε γιατί δεν θέλουν να συμφιλιωθούν με την πραγματικότητα, είτε γιατί πιστεύουν ότι τα σημερινά προβλήματα είναι διαχειρίσιμα.
Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις του ΠΑΣΟΚ, έπειτα και από τις δεύτερες εκλογές, εύκολα κανείς διαπιστώνει την πλήρη σύγχυση και αμηχανία του. Ζώντας επί πολλά χρόνια στο μικρόκοσμό τους, η ηγεσία και τα στελέχη του δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί το ναυάγιο στο οποίο οδηγήθηκαν. Συμπεριφέρονται όπως παλιά, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσουν ότι είναι πλέον ένα μικρό κόμμα.
Στερούμενο στρατηγικής, το άλλοτε κραταιό κόμμα επιδίδεται σε αντιφατικούς και αλλόκοτους τακτικισμούς. Σκιαμαχώντας με τον εαυτό του, εμφανίζει σουρεαλιστικές συμπεριφορές. Από τη μία στηρίζει την κυβέρνηση, από την άλλη δεν θέλει να ταυτιστεί με το έργο της.
Μιλάει για κυβέρνηση εθνικής συνευθύνης, την ίδια στιγμή που δεν δέχεται την πολιτική του επιστράτευση, θεωρώντας ότι το μείζον πρόβλημά του είναι ο κυβερνητισμός του, από τον οποίο θα πρέπει να αποτοξινωθεί. Δεν αντιλαμβάνεται προφανώς ότι με το μόνο που καταφέρνει είναι να αυτοενοχοποιείται.
Παράλληλα, αν και κυβερνητικός εταίρος, ενοχλείται και δυσανασχετεί όταν ο Πρωθυπουργός επιλέγει για υπουργούς πρόσωπα που παραπέμπουν στις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα σε αυτές του κ. Σημίτη. Χαρακτηριστικές είναι οι αντιδράσεις τόσο για τον κ. Ράπανο, όσο και για τον κ. Στουρνάρα.
Και όλα αυτά την ώρα που ο αρχηγός του, ο κος Βενιζέλος, διακηρύσσει ότι το ΠΑΣΟΚ τελείωσε, παραβλέποντας ότι με αυτό τον τρόπο θα πάψει να υπάρχει ως συλλογικός φορέας, έστω και με συρρικνωμένη πολιτική εμβέλεια. Βέβαια, για να είμαστε και λίγο δίκαιοι, έπειτα από μια τέτοια πρωτοφανή εκλογική και πολιτική συντριβή, τέτοιες συμπεριφορές θα μπορούσαν να θεωρηθούν «φυσιολογικές» και -ως ένα βαθμό- αναμενόμενες.
Ωστόσο, αν στο ΠΑΣΟΚ προσπαθήσουν να δουν τα πράγματα με όρους πολιτικής, εύκολα θα διαπιστώσουν ότι εκείνο που καλούνται να κάνουν δεν είναι τίποτα άλλο από μια πραγματική και ουσιαστική ανατοποθέτηση στο υπάρχον πολιτικοϊδεολογικό περιβάλλον.
Μελετώντας κανείς τη νέα πολιτική πραγματικότητα, εύκολα θα διαπιστώσει ότι η συρρίκνωση του κόμματος στα επίπεδα του 12%-13% δεν σημαίνει και εξοβελισμός των δυνάμεων που κινούνται στο χώρο της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης, στο χώρο της Κεντροαριστεράς. Ανεξαρτήτως της εκλογικής τους προτίμησης και του κατακερματισμού τους, οι δυνάμεις αυτές είναι υπαρκτές και εκφράζουν ευρύτερες κοινωνικές κατηγορίες. Κινούμενες στον αποκαλούμενο μεσαίο χώρο ή σε αυτόν του κοινωνικού κέντρου, συνεχίζουν να έχουν κεντροαριστερή σήμανση και αναζητούν πολιτική έκφραση.
Συνεπώς, τα καίρια ερωτήματα που τίθενται για το ΠΑΣΟΚ είναι: Μπορεί να απευθυνθεί ξανά στις δυνάμεις αυτές; Μπορεί να αποκτήσει διαύλους επικοινωνίας μαζί τους; Και το πιο ουσιαστικό: Μπορεί να διαμορφώσει εκ νέου σχέσεις εμπιστοσύνης;
Το βέβαιο είναι ότι η σημερινή θολή και ασαφής εικόνα του καθιστά αδύνατα όλα τα παραπάνω. Και αυτό γιατί εκτός του ότι είναι γεμάτη αντιφάσεις και ανακολουθίες παραπέμπει στο πρόσφατο κυβερνητικό του παρελθόν, το οποίο ήταν και η αιτία της διάρρηξης των σχέσεων με το χώρο του Κοινωνικού Κέντρου.
Όσο το ΠΑΣΟΚ στερείται μιας νέας πολιτικής αφήγησης, τόσο θα θυμίζει τον παλιό κακό εαυτό του, ο οποίος θα στέκεται πάντα τροχοπέδη για την οποιαδήποτε ανάπλαση των σχέσεών του με τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς που αναζητούν νέα πολιτική έκφραση. Μετά την τριανταοκτάχρονη διαδρομή του, καλείται να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Αν παραμείνει εγκλωβισμένο εντός των τειχών, το μόνο που θα πετύχει θα είναι η περαιτέρω εκλογική και πολιτική του συρρίκνωση, αφήνοντας την ευρύτερη Κεντροαριστερά χωρίς πολιτική έκφραση και κατακερματισμένη.
Καταργώντας την υπάρχουσα δομή του και καλώντας ταυτόχρονα τα μέλη, τα στελέχη και τους εναπομείναντες ψηφοφόρους του στην επανάληψη της αυτοργάνωσης, το μόνο που θα επιτύχει είναι η ανακύκλωση των σημερινών προβλημάτων και αδιεξόδων. Εξάλλου, η συγκεκριμένη τακτική βασίζεται σε ένα πολιτικό υπόδειγμα που έχει κλείσει τον κύκλο του.
Επομένως το μεγάλο ζητούμενο για το ΠΑΣΟΚ είναι να μπορέσει να γίνει εκ νέου η πολιτική έκφραση της Κεντροαριστεράς, προβάλλοντας ταυτόχρονα τη δική του αφήγηση για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και της οικονομίας. Βέβαια, το εγχείρημα αυτό δεν είναι εσωτερική του υπόθεση.
Αφορά και τις δυνάμεις εκείνες που σήμερα έχουν αποστασιοποιηθεί από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και άλλους χώρους όπως η ΔΗΜΑΡ. Η Κεντροαριστερά ή θα ανασυνθέσει το σύνολο των δυνάμεών της με μια σύγχρονη, μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική ατζέντα, χωρίς κομματικούς ηγεμονισμούς και πολιτικές αυταρέσκειες, ή θα παραμείνει κατακερματισμένη. Όποιος πιστεύει στη συγκόλληση ενός σπασμένου βάζου, δεν έχει καταλάβει τίποτα.