Νίκος Μαραντζίδης
Η Καθημερινή, 17/06/2018
Υπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις αρχές στη ζωή των κρατών, που προσδιορίζουν τη θέση τους στον κόσμο. Η δική μας σχεδόν δύο αιώνες τώρα είναι απλή: Ανήκουμε στη Δύση.
Από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου μέχρι τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, την ένταξη στο ΝΑΤΟ και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, η θέση της χώρας μας στο δυτικό στρατόπεδο υπήρξε σε γενικές γραμμές σταθερή. Όποιος πήγε στα σοβαρά να την αμφισβητήσει «έφαγε» το κεφάλι του (κάποιες φορές και κυριολεκτικά) ή υποχρεώθηκε σε ταπεινωτικές «κωλοτούμπες».
Η «δυτική επιλογή» δεν ήταν πάντοτε εύκολη, ούτε χωρίς αμφισβητήσεις. Ενα κομμάτι της χώρας εξέφρασε δυσφορία και πυροδότησε διαχρονικά σημαντικές αντιδράσεις γύρω από αυτή την επιλογή. Αν έπρεπε να μετρήσουμε και να μετρηθούμε, σε καμία περίπτωση δεν θα αποκαλούσαμε αυτές τις αντιδράσεις περιθωριακές. Είναι αμφίβολο αν θα τις λέγαμε, έστω, μειοψηφικές.
Δεν υπήρχαν δημοσκοπήσεις το 1915, αλλά είναι βέβαιο πως όταν ξεσπούσε ο εθνικός διχασμός μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας αντιμετώπιζε αρνητικά την απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου να στρατευθεί με τους Αγγλο-Γάλλους. Στα μέσα της δεκαετίας του ’40 πολλοί έβλεπαν με συμπάθεια και με προσδοκία την ΕΣΣΔ, ακόμη περισσότεροι στη συνέχεια είχαν εχθρική στάση έναντι του ΝΑΤΟ, ενώ το 1980 μόλις το 38% των πολιτών πίστευε πως η ένταξή μας στην ΕΟΚ ήταν κάτι καλό.
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα χρόνια αποτυπώθηκε μια ευρείας κλίμακας ένσταση απέναντι στον δυτικό προσανατολισμό της χώρας. Ο σκληρός αντιδυτικός πυρήνας συσπειρώνει περίπου το 20% της ελληνικής κοινωνίας, αλλά κάτω από συγκυρίες ο αντιδυτικισμός μετατρέπεται απειλητικά σε πλειοψηφική δύναμη.
Δεν αφορά μόνο την εξωτερική πολιτική, σχετίζεται με τους πολιτικούς θεσμούς και τις θεμελιώδεις αξίες που διέπουν μια κοινωνία. Ο καθηγητής Νικηφόρος Διαμαντούρος έχει θεωρήσει αιτία αυτής της κατάστασης τον «πολιτισμικό δυϊσμό» που βιώνει η χώρα μας. Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, στην ελληνική κοινωνία συνυπάρχουν «δύο Ελλάδες». Η μία είναι η παραδοσιακή, που είναι φορέας της βαλκανικής-οθωμανικής κληρονομιάς, διαμορφωμένη σε σημαντικό βαθμό από την αντιδυτική οπτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας και με ροπή στον απομονωτισμό, ιδιαίτερα όταν αισθάνεται απειλούμενη και αδικούμενη. Η άλλη είναι η νεωτερική, που αντλεί τις πνευματικές της ρίζες από τον Διαφωτισμό και την κληρονομιά του πολιτικού φιλελευθερισμού, περισσότερο κοσμοπολίτικη και σταθερότερα αφοσιωμένη στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Τα δύο παραπάνω ρεύματα διχάζουν οριζόντια το πολιτικό σύστημα και έχουν εκπροσώπους τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά.
Όμως, αν θέλουμε να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέπτη, πρέπει να ομολογήσουμε πως η χώρα μας αναπτύχθηκε συγκριτικά περισσότερο από τα άλλα κράτη της περιοχής μας γιατί ο δυτικός υπήρξε ο μόνος εθνικός δρόμος. Ιδιαίτερα κατά τη Μεταπολίτευση, ο αδιαπραγμάτευτος δυτικός δρόμος συνιστούσε τη δική μας συναίνεση, ας την ονομάσουμε «συναίνεση της Αθήνας». Παρά, δηλαδή, τις ανά καιρούς «σαχλαμάρες» που εκστόμισαν κάποιες από τις πολιτικές ελίτ, όταν ερχόταν η ώρα των αποφάσεων, η πολιτική πυξίδα έδειχνε πάντα προς τη Δύση. Ρητά ή άρρητα, εμφανώς ή αφανώς, ξεκάθαρα η με μισόλογα, σταθερά ή έπειτα από «κωλοτούμπες», το «ανήκουμε στη Δύση» αποτέλεσε τον κοινό παρονομαστή όσων κυβέρνησαν αυτή τη χώρα τα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια. Οποτε όμως διστάσαμε, λαϊκίσαμε ή φοβηθήκαμε το πολιτικό κόστος, το τίμημα της καθυστερημένης επιλογής έγινε ακριβότερο, μερικές φορές υπερβολικά ακριβό.
Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να ιδωθεί η υπόθεση της επίλυσης του ζητήματος της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας. Πρέπει να είναι κανείς τυφλός ή τυχοδιώκτης για να μην το βλέπει. Δεν είναι απλώς θέμα καλών διμερών σχέσεων. Είναι ένα ευρύτερο ζήτημα που σχετίζεται με τη στρατηγική της Δύσης να διατηρήσει τη σταθερότητα της παρουσίας της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Καθώς τα Βαλκάνια γίνονται εκ νέου πεδίο ανταγωνισμού, η ΠΓΔΜ πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και η Ελλάδα οφείλει να συμβάλει σε αυτό. Υπό αυτό το πρίσμα, η επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος θα αποτελέσει νίκη της Δύσης σε μια εποχή που βάλλεται πανταχόθεν. Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: όποιος εμποδίζει τη λύση παίζει, ηθελημένα ή όχι μικρή σημασία έχει, το παιχνίδι των αντιπάλων της Δύσης.
Ολοι έχουν αντιληφθεί πως η Ρωσία δεν επιθυμεί με κανέναν τρόπο να λυθεί το πρόβλημα και επιχειρεί να το τορπιλίσει ακόμη με δημιουργία «ρωσικών κομμάτων» στα Βαλκάνια. Το Μακεδονικό συνιστά, εξάλλου, εργαλείο της ρωσικής διείσδυσης τόσο στην ΠΓΔΜ όσο και στη χώρα μας. Η ρωσική πολιτική υποστηρίζει τους «υπερπατριώτες» και των δύο χωρών, με στόχο την αποσταθεροποίηση του δυτικού στρατοπέδου στα Βαλκάνια.
Τελικά, και όχι απρόσμενα, ο αδιάλλακτος υπερπατριωτισμός συνδέεται, άλλη μία φορά, περισσότερο με τα συμφέροντα μιας άλλης χώρας παρά με τα δικά μας. Ας ελπίσουμε, πως οι υποκριτικές ελίτ που προσποιούνται πως δεν το αντιλαμβάνονται δεν θα βλάψουν τελικά τη χώρα· για τον εαυτό τους λίγο με νοιάζει.
_____________________________________
Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.