Εφημερίδα Η Αξία
29 Ιουνίου 2013
Η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση είναι εύλογο να θέτει ερωτήματα ως προς τη στρατηγική και την πολιτική που θα ακολουθήσει. Το νεοπαγές κόμμα που μέχρι πρόσφατα αρεσκόταν να αυτοαποκαλείται «κυβερνώσα Αριστερά», σήμερα καλείται να αποσαφηνίσει το ιδεολογικό και πολιτικό του στίγμα. Οι προοπτικές και το μέλλον του είναι συνυφασμένα με το καίριο αυτό ζήτημα.
Η πολιτική παρένθεση που άνοιξε συμμετέχοντας στην τρικομματική κυβέρνηση εγείρει θέματα αξιοπιστίας και φερεγγυότητας. Στην ευρύτερη κοινή γνώμη η απαγκίστρωσή του από το σχήμα συνεργασίας προκαλεί θυμηδία. Το κλείσιμο της ΕΡΤ θεωρήθηκε αφορμή μιας προειλημμένης απόφασης.
Η δυστοκία της ΔΗΜΑΡ να αφομοιώσει το ρόλο του κυβερνητικού εταίρου παρέπεμπε στις αρχέγονες πολιτικές καταβολές της και οφειλόταν στις ιδεοληψίες με τις οποίες φαίνεται να είναι εμποτισμένος ο συγκεκριμένος χώρος.
Η δυσπεψία για τις μεταρρυθμίσεις, η αμφισημία της για τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις αποκρατικοποιήσεις, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας την καθιστούσε ανακόλουθη με τις κυβερνητικές προτεραιότητες. Η άρνησή της να παράσχει στήριξη σε καίριες πολιτικές αποφάσεις την εμφάνιζε εταίρο α λα καρτ. Η συνεχής επίκληση των κόκκινων γραμμών στην ουσία τραυμάτιζε την αξιοπιστία της και την εξέθετε. Και τελικά, η ακαμψία και η απολυτότητα που επέδειξε στο πρόβλημα της ΕΡΤ την παγίδευσε σε μια ανέξοδη πολιτική.
Αξιοσημείωτες ήταν οι περιπτώσεις των Υπουργών Δημόσιας Διοίκησης και Δικαιοσύνης που η ίδια είχε υποδείξει. Και οι δύο λειτούργησαν ως θεματοφύλακες ενός αναποτελεσματικού πελατειακού και συντεχνιακού συστήματος, αγνοώντας τις προτεραιότητες και τις επείγουσες ανάγκες.
Στην πραγματικότητα η ΔΗΜΑΡ προσήλθε στην κυβέρνηση χωρίς να καταθέσει τη δική της πολιτική ταυτότητα. Προσέφερε τον εαυτό της για στήριξη, αποδεχόμενη γενικώς και αορίστως να βάλει πλάτη. Όταν όμως ετίθετο ζήτημα υλοποίησης των δεσμεύσεων και των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η χώρα, αρέσκονταν να διατυπώνει τις περιβόητες κόκκινες γραμμές της.
Ευρισκόμενη με το ένα πόδι εκτός, ακολουθούσε μια παρελκυστική πολιτική. Ήθελε να εισπράττει και να απολαμβάνει τα καλά της εξουσίας, αποποιούμενη ωστόσο τις επώδυνες αποφάσεις. Έχοντας ως μοναδικό της μέλημα την αποφυγή του πολιτικού κόστους, αρνιόταν να αναλάβει τις ευθύνες της μετακυλίοντάς τες μονίμως στους άλλους εταίρους.
Η συμπεριφορά της και η τακτική που ακολουθούσε στη διάρκεια του ενός χρόνου κυβερνητικής θητείας, επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο ότι η αποδέσμευσή της από τις βεβαιότητες και τις ιδεολογικές αναστολές του παρελθόντος παραμένει ζητούμενο. Όπως ζητούμενο είναι και η προσαρμογή της στη νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.
Αν και η ΔΗΜΑΡ υποδύεται την Ανανεωτική Αριστερά εντούτοις δεν μπορεί να εγκαταλείψει τις ιδεοληπτικές της προσεγγίσεις και εμμονές. Αδυνατώντας να ακολουθήσει μια πολιτική ρεαλισμού και πραγματισμού, ουσιαστικά αυτοπαρετήθηκε από κυβερνητικός εταίρος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιτρέψει στο Σαμαρά να συμπεριφέρεται ως πρωθυπουργός μονοκομματικής κυβέρνησης. Οι εκ των υστέρων ενστάσεις για στρεβλώσεις και ανεπάρκειες ήταν ένα εύσχημο πρόσχημα.
Η συνεργασία της τρικομματικής κυβέρνησης αναμφίβολα δεν ήταν και η πιο αγαστή. Ευθύνη γι’ αυτό, ωστόσο, έχουν και οι τρεις αρχηγοί. Η συμπόρευσή τους δεν βασίστηκε σε ένα καθαρό πολιτικό και προγραμματικό πλαίσιο, διότι προφανώς κανείς τους δεν ήθελε να αποσαφηνίσει τους πολιτικές που προέκριναν. Επίσης, οι κύριοι Βενιζέλος και Κουβέλης αρνήθηκαν από την αρχή να επιστρατεύσουν πολιτικά τους στελέχη, επιλέγοντας μια ιδιόμορφη και επιλεκτική στήριξη, γιατί στην πραγματικότητα θεωρούσαν το κυβερνητικό σχήμα εφήμερο και θνησιγενές.
Η κυβερνητική περιπέτεια της ΔΗΜΑΡ προσφέρεται για τη διεξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Το πρώτο και βασικό, ότι σύρθηκε σε μια συνεργασία στην οποία δεν πίστευε. Απλώς συναίνεσε σ’ αυτή προκειμένου η χώρα να αποφύγει τον κίνδυνο της ακυβερνησίας. Άλλωστε, είναι η ίδια που δεν συναίνεσε στον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας μετά τις εκλογές του Μαΐου, μολονότι οι πολιτικές και αριθμητικές προϋποθέσεις το επέτρεπαν. Η άρνηση τότε του κ. Κουβέλη οδήγησε τη χώρα σε δεύτερες εκλογές, προσφέροντας μάλιστα τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ να εκτοξεύσει τα ποσοστά του από το 17% στο 28%. Αποχωρώντας σήμερα από την κυβέρνηση, η ΔΗΜΑΡ δεν αντιλαμβάνεται ότι στην πραγματικότητα αντιστρατεύεται τη βούληση μιας σημαντικής μερίδας ψηφοφόρων της, οι οποίοι την επέλεξαν ως κυβερνώσα Αριστερά.
Ένα άλλο καίριο συμπέρασμα είναι ότι ο χώρος της ΔΗΜΑΡ στερείται καθαρού και διακριτού ιδεολογικού και πολιτικού στίγματος. Περισσότερο αποτέλεσε το καταφύγιο των δυσαρεστημένων Πασόκων που αναζητούσαν στέγη, και πολύ λιγότερο εξέφρασε την ανάγκη ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς.
Αν και έχουν περάσει τρία χρόνια από την ίδρυσή της, δεν μπόρεσε να αποκτήσει αυθύπαρκτη και ξεχωριστή πολιτική οντότητα, ούτε να ακολουθήσει μια σταθερή γραμμή πλεύσης εντός του πολιτικού συστήματος της χώρας. Είναι ένα προσωποπαγές κόμμα, την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία του οποίου καθορίζει το μετριοπαθές και ήπιο προφίλ του προέδρου του.
Στην ουσία η ΔΗΜΑΡ αδυνατεί να θεμελιώσει την πολιτική της παρουσία στο κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό. Μολονότι η αποσύνθεση του ΠΑΣΟΚ και η περιχαράκωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα σκληρό αντιμνημονιακό και αντιπολιτευτικό λόγο δημιουργεί ζωτικό χώρο για τις δυνάμεις εκείνες που θέλουν να εκπροσωπήσουν μια σύγχρονη ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά, η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί να τον εκπροσωπήσει και να τον καλύψει. Παραμένει ένα πολιτικό εκκρεμές μεταξύ των δύο αυτών πόλων.
Σήμερα μάλιστα, που βρίσκεται στη θέση της ήσσονος αντιπολίτευσης, θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις μεγάλες αντιφάσεις και αντινομίες που τη διαπερνούν και ελλείψει στρατηγικής θα καθίσταται περισσότερο ευάλωτη στις επιθέσεις που θα δεχθεί τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά της.