Του Γιώργου Πανταγιά
Τη μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, εμβάθυνε το 1954 σε ένα αξιόλογο δοκίμιο του, ο σπουδαίος Έλληνας Κώστας Αξελός. Μολονότι η ενορατική ματιά του στοχαστή, αναζητούσε πριν εβδομήντα χρόνια τις προοπτικές του τόπου μας μέσα στον κόσμο, οι προσεγγίσεις του παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες.
Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει, « Οι Έλληνες επιχειρούν να συλλάβουν μια πραγματικότητα ακολουθώντας ένα ακατάλληλο σχήμα. Σχήμα και πραγματικότητα δεν υπακούουν πάντα στον ίδιο ρυθμό. Σ’ αυτή την ακαταλληλότητα, έρχονται να προστεθούν οι πολυάριθμες αυταπάτες της αυτοσυνείδησης του Έθνους, με πρώτη εκείνη του ελληνοκεντρισμού».
Η συγκεκριμένη αναπαράσταση, η οποία θέλει την Ελλάδα να αποτελεί ένα κέντρο που καθορίζει τη φορά των πραγμάτων, εξακολουθεί και παραμένει διακριτή ακόμη και στην τωρινή εποχή. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ασύνετη αντίληψη, η οποία εδράζεται στον ναρκισσισμό, στην εσωστρέφεια ακόμη και στα φοβικά σύνδρομα.
Η ελληνοκεντρική αυταπάτη είτε το εκκρεμές κινείται προς τη Δύση, είτε προς την Ανατολή, αδυνατεί να αντιληφθεί την ανάγκη να αφήσει πίσω της την αυταρέσκεια και τις εμμονές του παρελθόντος. Και το χειρότερο συντηρεί και επιτείνει την έλλειψη αυτοεκτίμησης, στερούμενη την απαραίτητη αυτοπεποίθηση.
Οι θιασώτες των ναρκισσιστικών αντιλήψεων, εύλογο είναι να τρέφουν τις απόψεις περί ιδιαιτερότητας και εξαιρετισμού. Δέσμιοι ενός ανεπίκαιρου και αχρείαστου εθνοκεντρισμού, εμφανίζουν συμπτώματα αυτισμού. Αυτοπεριορίζονται στο μικρόκοσμό τους, διακόπτοντας εκούσια την επαφή τους με το διεθνές περιβάλλον. Δυσκολεύονται να δουν τις εντονότερες διασυνδέσεις των οικονομιών και των κοινωνιών. Πόσο μάλλον, τη διαμόρφωση υπερεθνικών πολιτικών και οικονομικών σχηματισμών. Κορυφαίο παράδειγμα ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Τη στιγμή που ο κόσμος όλος εξελίσσεται σε μια μικρή πόλη, όπου όλοι γειτονεύουν με όλους και όλοι έχουν σχέσεις με όλους, αντιμετωπίζοντας αντίστοιχες ευκαιρίες και προκλήσεις, βλέπουμε να συμβαίνει το παράδοξο: Το μαγνητικό πεδίο του εθνοκεντρισμού γίνεται πλέον εξαιρετικά ισχυρό, ανοίγοντας τις πύλες της κόλασης στα ποικιλώνυμα ακροδεξιά ρεύματα.
Μάλιστα η έξαρση του εθνικισμού, κάθε άλλο παρά αφήνει αμόλυντες δεξιόστροφες αλλά και αριστερόστροφες δυνάμεις. Αμφότερες φαίνεται να αναδιπλώνονται σε εθνικές περιχαρακώσεις και σε πολιτικές μονομέρειες. Αντί να ανοίγουν τα πανιά τους στους ανέμους του νέου και ζωογόνου κοινωνικού αρχιπελάγους, καταφεύγουν σε κοντόφθαλμα στρατηγήματα. Προσπαθούν δε να οικειοποιηθούν την καχυποψία και τον φόβο, που φωλιάζει σε τμήματα του εκλογικού σώματος.
Αποκρυπτογραφώντας τις διεργασίες και εξελίξεις στη Γηραιά Ήπειρο, αλλά και τις γενικότερες γεωπολιτικές μεταβολές, εύκολα διαπιστώνουμε την εξασθένιση της ανθεκτικότητας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το εγχείρημα της ενοποίησης εμφανίζει σημάδια απομείωσης. Οι εθνοκεντρικοί ανταγωνισμοί των κρατών μελών, αντιστρατεύονται την ευρωπαϊκότητα. Η αδυναμία θεμελίωσης μιας στέρεης στρατηγικής από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δίχως αμφισημίες και αμφιθυμίες, την καθιστά ευάλωτη. Δείχνει να είναι ξέπνοη. Στο ευρωπαϊκό σύμπαν κυριαρχεί η αβεβαιότητα, ακόμη και η υπαρξιακή ανασφάλεια.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι επακόλουθες συνέπειες της, γεωπολιτικές, ενεργειακές, διατροφικές και άλλες, έχουν αναμφίβολα δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα στον ευρωπαϊκό χώρο. Παλιές βεβαιότητες ανατρέπονται. Και το σημαντικότερο, δοκιμάζονται οι αντοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η θεσμική και πολιτική της ατροφία, αλλά και η απουσία ισχυρής ηγεσίας, ενισχύουν περαιτέρω τη δυσλειτουργία της, την αναποτελεσματικότητά της και εν τέλει την ανεπάρκειά της. Και αυτό παρά το γεγονός πως η διαχείριση της πανδημίας, της ρωσικής επιθετικότητας και της ενεργειακής κρίσης υπήρξε επιτυχής.
Εν τούτοις η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί, ανατροφοδοτεί εθνοκεντρισμούς, επιτείνοντας τους ανταγωνισμούς μεταξύ κρατών μελών. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση αντί να λειτουργεί ως κινούσα ιδέα για την ανάπτυξη και ευημερία των πολιτών της Ευρώπης, με τις ανισομέρειες και τις στρεβλώσεις που αντιμετωπίζει, αφήνει ελεύθερο έδαφος για την ενδυνάμωση του ευρωσκεπτικισμού.
Έτσι άλλωστε εξηγείται και η εντυπωσιακή άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων στη Γηραιά Ήπειρο. Οι εθνοκεντρισμοί ωθούν και δυνάμεις της συντηρητικής δεξιάς στην αναδίπλωση, αυτοϋπονομεύοντας την ευρωπαϊκή τους ταυτότητα. Η συνεργασία τους με τα πιο ακραία εθνικιστικά, λαϊκίστικα ακόμη και νεοναζιστικά μορφώματα, είναι μια πραγματικότητα σε πολλές χώρες.
Η ιδεολογικοπολιτική επιρροή των ιδεών τους στην πολιτική οικογένεια της κεντροδεξιάς, στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (Ε.Λ.Κ), είναι εμφανής. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που εξαιτίας της ευνουχίζονται ακόμη και ματαιώνονται καίριες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η άρνηση της εμβάθυνσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, η υπονόμευση της Πράσινης Συμφωνίας, η μετακύλιση της διεύρυνσης της στο διηνεκές.
Το συμπέρασμα που εύλογα προκύπτει είναι ότι η ενοποιητική διαδικασία δεν προχωρά. Βρίσκεται σε ακινησία. Ο αποκαλούμενος γερμανογαλλικός άξονας που διαχρονικά ήταν η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, έχει περιπέσει σε πρωτοφανή αδράνεια. Οι πρωτεργάτες της Ενωμένης Ευρώπης, Ντελόρ, Μιττεράν και Κόλ, αν ακόμη ήταν ζωντανοί, θα μελαγχολούσαν βλέποντας το πρόταγμά τους να βρίσκεται αντιμέτωπο με μια θανάσιμη στασιμότητα και αποτελμάτωση.
Η ζοφερή πραγματικότητα δεν αλλάζει με διάφορα στρατηγήματα. Και πολύ περισσότερο με εθνοκεντρικές εξάρσεις. Η έλλειψη ολοκληρωμένων στρατηγικών προτάσεων, στέκεται τροχοπέδη για το παρόν και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εξασθένηση της ευρωπαϊκότητας γίνεται ολοένα και πιο εμφανής. Το διαπιστώνουμε ακόμη και στη χώρα μας. Οι πολιτικές δυνάμεις που διακηρύσσουν την προσήλωσή τους στην Ευρώπη, είναι εμποτισμένες από ελληνοκεντρικές αντιλήψεις και πρακτικές. Με άλλα λόγια, βλέπουν κοντόφθαλμα τη συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, παγιδευμένες απλά και μόνο στις δικές μας μονομέρειες, ακόμη και απαιτήσεις.
Μιλώντας πρόσφατα σε σχετική βιβλιοπαρουσίαση ο Έλληνας Πρωθυπουργός, προσέγγισε τα ζητήματα της Ευρώπης μέσα από το στενό φακό των ελληνικών επιδιώξεων και συμφερόντων. Δεν κατέθεσε κάποιες συγκεκριμένες προτάσεις για την αναζωογόνηση της ενοποιητικής διαδικασίας. Ούτε αναφέρθηκε στα καίρια στρατηγικά διλήμματα με τα οποία είναι αντιμέτωπη η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, απλώς περιορίσθηκε στην ανάγκη αξιοποίησης των ευκαιριών που προσφέρονται στη χώρα, με πρώτη εκείνη της απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων. Και το σημαντικότερο, η Ελλάδα εμφανιζόμενη ως ακόλουθος της ενοποιητικής στασιμότητας δεν κερδίζει τίποτα.
Επιπροσθέτως η χαλαρή και μειωμένη ευρωπαϊκότητα της κυβέρνησης, φάνηκε σε πράξεις και ενέργειές της, που αντιστρατεύονται ευθέως την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Ο τρόπος που αντέδρασε ως προς το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είναι ενδεικτικός. Δεν πρόκειται για ανθελληνική συνομωσία. Ούτε εκθέτει τους Ευρωβουλευτές που το στήριξαν. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά η Ελλάδα εγκαλείται για προβλήματα που συνδέονται με το κράτος δικαίου, όφειλε να προβληματίσει πρωτίστως τον Πρωθυπουργό, επιδεικνύοντας την απαιτούμενη υπευθυνότητα. Τα προβλήματα τα οποία θίγει το ευρωπαϊκό ψήφισμα δεν συνιστούν εφεύρημα. Απεναντίας είναι υπαρκτά και διακριτά. Η ποδηγέτηση των Ανεξάρτητων Αρχών, οι υποκλοπές, οι μεθοδεύσεις στην υπόθεση των Τεμπών κ. ά, δεν γίνεται να περάσουν απαρατήρητα. Ή να συγκαλυφθούν.
Μειωμένη ευρωπαϊκότητα εμφανίζουν όλα τα κόμματα, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Πέρα από τις ελληνοκεντρικές πολιτικές που πρεσβεύουν, αξιοσημείωτος είναι και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τις επικείμενες ευρωεκλογές. Δεν τις μετατρέπουν μόνο σε εθνική αναμέτρηση, πράττουν κάτι χειρότερο: Προωθούν στα ψηφοδέλτιά τους, πλειάδα ακατάλληλων και άσχετων υποψηφίων, με μοναδικό κριτήριο τις προσωπικές και κομματικές τους διασυνδέσεις. Η εκπροσώπηση της Ελλάδας δεν γίνεται με γνώμονα την επάρκεια, πολιτική και τεχνοκρατική. Ούτε βέβαια προτάσσεται η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες και απαιτήσεις ενός ευρωβουλευτή. Πόσο μάλλον να μπορούν να πείσουν για τον ευρωπαϊσμό τους, την ευρύτερη κοινή γνώμη.
Έτσι βλέπουμε οι αυθεντικοί ευρωπαϊστές να λιγοστεύουν, με συνέπεια την ουσιαστική απουσία της χώρας μας από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Αρκεί να θυμηθούμε ποιοι διαδέχθηκαν τα τελευταία χρόνια, τους άξιους, ικανούς και εγνωσμένου κύρους, Δημήτρη Τσάτσο, Παρασκευά Αυγερινό, Γιώργο Κατηφόρη, Μιχάλη Παπαγιαννάκη, Γιάγκο Πεζμαζόγλου. Λεωνίδα Κύρκο κ. ά. Προσωπικότητες ξεχωριστής εμβέλειας, που κόσμησαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τίμησαν την Ελλάδα.
Όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει, ο κατ’ εξοχήν ευρωπαΐστης Έλληνας πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας δεν διασφαλίζεται με κομματικά ή προσωπικά διαβατήρια, από τους εκάστοτε αρχηγούς των κομμάτων. Χρειάζονται ιχνηλάτες και εμπνευστές, που να έχουν την ικανότητα να ενσαρκώσουν την ισότιμη θέση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, δίχως ελληνοκεντρισμούς και εθνικές ψυχώσεις.