Ανδρέας Πετρουλάκης
Protagon.gr, 19-06-2017
Oταν ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος αποκαλούσε τους πολιτικούς του αντιπάλους τενεκέδες ξεγάνωτους, φρίτταμε για τον ευτελισμό του δημόσιου λόγου. Hταν η εποχή που η πολιτική μας ζωή διατηρούσε ακέραιο το υπόστρωμα της αστικής αγωγής στο οποίο κινείτο και μικρές παρεκκλίσεις αυτού του είδους ξάφνιαζαν. Τότε οι πολιτικοί έρχονταν στη Βουλή με κοστούμια και γραβάτες και συνομιλούσαν μεταξύ τους με οξύτητα ασφαλώς, αλλά με ευπρέπεια και σεβασμό στον χώρο. Πολιτικοί σαν το μακαρίτη Γιαννόπουλο ήσαν η εξαίρεση ενώ τηλεαστέρες σαν τον κ. Λεβέντη ανήκαν στο μεταμεσονύχτιο περιθώριο. Hταν τα χρόνια πριν από την εισβολή του λούμπεν.
Αν ζούσε σήμερα ο Γιαννόπουλος θα κατατασσόταν άνετα στους κόσμιους την πολιτικής ζωής, όπου ήδη υπάρχει ο κ. Λεβέντης. Και το κακό είναι ότι αυτός ο διαχωρισμός δεν γίνεται καν. Το λούμπεν έχει γίνει κανονικότητα. Σήμερα μπορεί ένα υπουργός να ανεβάζει στον λογαριασμό του γραβάτες με φαλλούς και να θεωρείται αστείο. Να αναδημοσιεύει άλλος υπουργός τη φράση «στ’ αρχίδια μας» για μέχρι τότε συνεργάτη του κρατικό λειτουργό και να είναι λαθάκι. Να επιτίθεται καθημερινά άλλος υπουργός στους πολιτικούς του αντιπάλους με ανορθόγραφα υβριστικά παραληρήματα, ποταμούς μείγματος μίσους και τεστοστερόνης και αυτό να θεωρείται καθημερινότητα.
Oλοι αυτοί είναι υπουργοί ενός ανθρώπου που ασφαλώς τον χαρακτηρίζουν απολύτως. Ενός ανθρώπου που συνομιλεί με ηγέτες του κόσμου σε στάση βαρύμαγκα καφενόβιου, που στέκεται στους εθνικούς ύμνους σαν να περιμένει το τρόλεϊ, που μιλά στη Βουλή σαν πολιτικό κουτσαβάκι. Που κάνει αστεία του είδους «μη διαβάζετε εφημερίδες για να βρείτε την υγειά σας» , «αφού το πρόβλημα των προσφύγων είναι καθολικό, φέραμε τον προκαθήμενο των Καθολικών», και πολλά άλλα, κρύα μεν αλλά απολύτως ενδεικτικά ότι ποτέ δεν απέκτησε συναίσθηση του ρόλου που του ανατέθηκε και των προβλημάτων που διαχειρίζεται.
Ασφαλώς δεν ξεκίνησε το ’15 η επέλαση του λούμπεν. Ήδη από τα πρώτα χρόνια των μνημονίων υπήρχαν δύο κόμματα που υπέθαλπαν κάθε αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά που λογιζόταν ως κοινωνικός αγώνας.
Τα κινήματα «δεν πληρώνω», οι μούντζες των μαθητών στις παρελάσεις, οι προπηλακισμοί, τα γιαουρτώματα και η βία κατά πολιτικών αντιπάλων, πάντα εβρισκαν μια κουβέντα συμπάθειας και κατανόησης από τους σημερινούς κυβερνήτες. Το λούμπεν είχε βαπτισθεί κοινωνικός αγώνας. Ετσι μετά φάνηκε πολύ φυσιολογικό να είναι Πρόεδρος της Βουλής κάποια που πέρασε τους θεσμούς πριονοκορδέλα χάριν της διαρκούς προσωπικής της προβολής, να είναι υπουργός κάποιος που παρότρυνε να λιντσαριστεί δήμαρχος ή να πέσουν στα τέσσερα οι βουλευτές της αντιπολίτευσης, να είναι σύμβουλος του Πρωθυπουργού ένα «λαϊκό παιδί», φανατικός της Ελένης, που πίστευε ότι η καριέρα είναι χολέρα μέχρι να ξεκινήσει καριέρα στο Μαξίμου.
Ακόμα και αυτή η πρώην βουλευτής που τελευταία έσταξε το δηλητήριό της τη στιγμή της ασθένειας ενός πολιτικού, σε αυτούς χρεώνεται. Ακόμα και ο δημοσιογραφικός υπόκοσμος και τα πληρωμένα τρολ που εμπλούτισαν το δημόσιο διάλογο με το λεξικό του «ψόφα», σε αυτούς οφείλουν την ύπαρξή τους και την ευκαιρία της πολιτισμικής τους συνεισφοράς στον τόπο.
Η γλώσσα του περιθωρίου, η γλώσσα της αδιαβάθμητης ανόδου, η γλώσσα των προσωπικών απωθημένων, η γλώσσα της αυτοϊκανοποίησης, έγινε ξαφνικά κοινό εκφραστικό εργαλείο για πάρα πολλούς ανθρώπους που ούτε στα όνειρά τους δεν φαντάστηκαν ότι θα γευτούν εξουσία, δημόσιο λόγο και ακροατήριο και φυσικά δεν είχαν καμία υποδομή ή προετοιμασία για αυτό. Και έτσι άγουρη, ανεπεξέργαστη και βίαιη εισέβαλε και κατέλαβε τη δημόσια σφαίρα, υπό τη θαλπωρή και νομιμοποίηση από δύο κόμματα που στο μεταξύ, όντας επίσης ανώριμα, κατέλαβαν την εξουσία. Και με δόσεις που ξεπέρασαν τη μέθοδο του μιθριδατισμού το λούμπεν έγινε κυρίαρχο, κανονικό και αναμενόμενο και πολύ δύσκολα πια θα φύγει.