Ομιλία στην εκδήλωση-συζήτηση του ΟΠΕΚ Κύπρου
Λευκωσία, 16 Δεκεμβρίου 1999
To πέρασμα στη νέα χιλιετία συμπίπτει με την ανατολή μιας νέας προοπτικής και για την Κύπρο. Σφραγίζει, οριστικά και αμετάκλητα, το ευρωπαϊκό διαβατήριο της Μεγαλονήσου. Δικαιώνει τις προσδοκίες Ελλαδιτών και Κυπρίων. Επιβραβεύει την κοινή στρατηγική Αθήνας και Λευκωσίας. Αποδεικνύει την ορθότητα των χειρισμών της ελληνικής κυβέρνησης και προσωπικά του Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη.
Η θετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι ανοίγει κι έναν νέο κύκλο ευθύνης. Για την επιτάχυνση του ενταξιακού διαλόγου, για την καθημερινή σύγκλιση της κυπριακής οικονομίας προς το κοινοτικό κεκτημένο, αλλά και για την ευρωπαϊκή προοπτική ολόκληρου του νησιού. Στην αίτηση ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει καμιά «πράσινη γραμμή» διαίρεσης. Δεν γίνεται καμιά διάκριση σε βάρος πολιτών της.
Εμείς αντικρίζουμε την αυριανή συμμετοχή της Κύπρου στην Ένωση ως ευκαιρία ανάπτυξης, προόδου και ευημερίας ολόκληρου του λαού της, όλων των κατοίκων της που έχουν δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή. Αξίζουν καλύτερες μέρες. Αξίζουν μια ισχυρή οικονομία. Αξίζουν τη συνεργασία και τη συνύπαρξη. Αξίζουν την ειρήνη. Μια ειρήνη πραγματική, θεμελιωμένη σε ρεαλιστικές βάσεις και όχι μια αμφίβολη εκεχειρία βασισμένη στη δύναμη των όπλων και σε διχαστικά κηρύγματα.
Η αναδρομή στην εξέλιξη του Κυπριακού δείχνει ότι ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών δεν αφορά μόνον τη μακρά λίστα των σχεδίων λύσης, αλλά και την εξίσου μακρά λίστα των ευκαιριών συνεργασίας των δύο κοινοτήτων. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζούσαν και μπορούν, ξανά, να ζήσουν μαζί. Άγγιξαν πολλές ευκαιρίες φιλίας, συνεργασίας και συνύπαρξης, αλλά, επανειλημμένα, δυστυχώς, κάποιοι φρόντισαν να τις χάσουν.
Δεν είναι η ώρα να καταλογίσουμε ευθύνες. Όλοι θα κριθούν από την ιστορία. Και, κυρίως, όσοι –εκατέρωθεν- παρερμηνεύουν και παραχαράσσουν το νόημα του «εθνικού κέντρου». Η παρερμηνεία εκ μέρους της δικής μας πλευράς έγινε, όταν οι επίορκοι της Επταετίας προκάλεσαν το πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Ωστόσο η παρερμηνεία από την άλλη πλευρά συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ραούφ Ντενκτάς αντιμετωπίζει με εχθρότητα τα θετικά βήματα της Άγκυρας μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ελσίνκι και προτιμά να συναλλάσσεται με τα ακραία σωβινιστικά στοιχεία της τουρκικής πολιτικής σκηνής.
Σήμερα παρουσιάζεται μια ιστορική ευκαιρία όχι μόνο για την τουρκική ηγεσία αλλά και για τον κ. Ντενκτάς: Να βοηθήσει ώστε να ανοίξει ο δρόμος του ευρωπαϊκού μέλλοντος για την τουρκοκυπριακή κοινότητα αντί να συμπεριφέρεται ως να θέλει να διαιωνίσει το διχασμό και τη διαίρεση.
Το αποτέλεσμα στο Ελσίνκι αποδεσμεύει την ελληνική εξωτερική πολιτική από τη χρόνια ακινησία και παθητικότητα. Η νέα κατάσταση απαιτεί πρωτοβουλίες υψηλού επιπέδου. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κώστας Σημίτης με τη διαπραγματευτική του στρατηγική επέτυχε, για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, τη διεύρυνση των περιθωρίων ελιγμών της ελληνικής πλευράς. Γνωρίζουμε ότι οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έλυσαν ούτε το Κυπριακό, ούτε τα προβλήματα που υπάρχουν ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Τουρκία. Διαμόρφωσαν όμως ένα σαφές πλαίσιο αρχών, κανόνων και διαδικασιών με βάση το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική. Μεταθέτουν την αντιμετώπιση των διμερών διαφορών από το χώρο των αντιπαραθέσεων ισχύος στο πεδίο του διεθνούς δικαίου, των διεθνών μηχανισμών διευθέτησης των διαφορών και πρόληψης των κρίσεων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση στο Ελσίνκι έκανε μια μεγάλη προσφορά σε όλες τις χώρες της περιοχής: προσέφερε την έγκυρη “τριτεγγύησή” της για να ανοίξει μια διαδρομή ομαλοποίησης των διμερών σχέσεων, επίλυσης των προβλημάτων και ειρήνευσης. Η πρόκληση, λοιπόν, βρίσκεται μπροστά μας: οι λαοί και οι κυβερνήσεις αποδεικνύονται αντάξιοι του ιστορικού τους ρόλου, όταν ξεπερνούν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Όταν βρίσκουν το θάρρος να ξεπεράσουν τα βιώματά τους και ν’ αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματα που τους παρουσιάζονται.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαμόρφωσε ορισμένα κριτήρια για τη συμμετοχή της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Η Άγκυρα θα πρέπει να ανταποκρίνεται με συνέπεια στις δεσμεύσεις της απέναντι στην Ευρώπη για να προωθούνται οι ευρωτουρκικές σχέσεις. Ένα από τα κριτήρια αφορά και τη διεθνή της συμπεριφορά. Οι εθνικιστικοί κύκλοι της Άγκυρας θα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στην ευρωπαϊκή προοπτική και την περιφερειακή επιθετικότητα.
Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν κάθε συμφέρον να υιοθετήσει η Άγκυρα τα ευρωπαϊκά πρότυπα, τόσο στην εσωτερική όσο και την εξωτερική πολιτική της. Έχουμε συμφέρον από μια Τουρκία που θα ανοίγει τις αγορές της. Θα ενθαρρύνει την ανάληψη επιχειρηματικών δράσεων στο έδαφος της. Θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στόχος μας δεν είναι να εμποδίσουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Το αντίθετο. Στόχος μας είναι να της δώσουμε πραγματική υπόσταση, να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για τον εκπολιτισμό των σχέσεων στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Στο Ελσίνκι κάναμε ένα βήμα μπροστά.
Τώρα πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία. Οι πολιτικές ελίτ των δυο κοινοτήτων έχουν μπροστά τους μια ιστορική ευκαιρία και ένα μεγάλο ιστορικό καθήκον: να υπερβούν τις παραδοσιακές προσεγγίσεις και να αναζητήσουν τις οδούς υπέρβασης του εθνικισμού. Να ηγηθούν, από κοινού, του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου. Για να μετατρέψουν τους βίους παράλληλους 25 ετών σε κοινή πορεία των δύο κοινοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Διαφορετικά το “διαζύγιο” αυτή τη φορά θα είναι οριστικό. Κυρίως, θα αποβεί εις βάρος της λιγότερο αναπτυγμένης πλευράς, δηλαδή των Τουρκοκυπρίων. Οι αποφάσεις του Ελσίνκι δημιουργούν όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Οι ηγεσίες των δυο κοινοτήτων πρέπει, χωρίς δισταγμό, να ανταποκριθούν ανάλογα. Να φέρουν την μεγαλόνησο στην Ένωση. Αυτό θα προσφέρει, ταυτόχρονα, οικονομική ανάπτυξη και ασφάλεια.
Η σύνδεση της Κυπριακής Δημοκρατίας με τους «Δεκαπέντε» δεν ισοδυναμεί με έμμεση ένωση με την Ελλάδα. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αστείος. Η Ευρώπη και η Ελλάδα, με την ιδιότητα της χώρας μέλους, ενδιαφέρονται για την ευημερία και την ασφάλεια των δυο κοινοτήτων. Ενδιαφέρονται για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή. Ενδιαφέρονται για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη μέγιστη δυνατή πληρότητά τους.
Εμείς δεν υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου “κουτοπόνηρα”, με την κρυφή επιθυμία “να την φέρουμε” στους τουρκοκυπρίους. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι κανένας οργανισμός, καμιά οντότητα δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για την ευεξία, ανάπτυξη και πρόοδο του μισού εαυτού της. Η Κύπρος δεν μπορεί να έχει το ένα της τμήμα ατροφικό, υπανάπτυκτο, καθυστερημένο, χωρισμένο και το άλλο της αναπτυγμένο!
Για αυτό το λόγο υποστηρίζουμε ότι τελικώς ολόκληρο το Νησί πρέπει να βαδίσει το δρόμο της ανάπτυξης και της ευημερίας, το δρόμο της προόδου και της συμφιλίωσης.
Η σχέση της Κύπρου με την Ένωση διόλου δεν στηρίζεται σε μια λογική Ένωσης με την Ελλάδα.
Γιατί; Γιατί η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι νοητό να γίνει από τη σκοπιά ενός παρωχημένου εθνικισμού, αλλά από τη σκοπιά της συνείδησης των πολιτών του κόσμου, των ελεύθερων ανθρώπων!! Αντίθετα, στηρίζεται σε εντελώς διαφορετικά δεδομένα:
- Στα ξένα κεφάλαια που έχουν συγκεντρωθεί, τα τελευταία χρόνια, στο νησί έχουν φέρει την οικονομία της Μεγαλονήσου δίπλα στις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές.
- Στην κυπριακή οικονομία που είναι από τις πιο δυναμικά αναπτυσσόμενες σε παγκόσμιο επίπεδο.
- Στην επιθυμία της Ένωσης να βοηθήσει τις δυο κοινότητες να λύσουν το πολιτικό πρόβλημα και ακόμη περισσότερο να συμβάλει στην οικονομική τους ανάπτυξη.
Η ένταξη στην Ευρώπη αποτελεί τη φυσική κορύφωση μιας μακράς πορείας ανάπτυξης και επιβράβευσης των προσπαθειών των τελευταίων 25 ετών μετά τα γεγονότα του 1974. Δεν είναι, επομένως, τυχαίο ότι στις εξελισσόμενες διαπραγματεύσεις με τον πρόεδρο κ. Βασιλείου οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θέτουν μόνον αιτήματα θεσμικών, γραφειοκρατικών και τυπικών μεταρρυθμίσεων, αναγνωρίζοντας ότι οι δείκτες της κυπριακής οικονομίας αποτυπώνουν μια υγιή, αξιόπιστη και μακροπρόθεσμη πορεία προς ένα λαμπρό μέλλον. Μέσα σε αυτό το μέλλον χρειάζεται να ενταχθούν ενεργά και οι τουρκοκύπριοι, να πάρουν μέρος στις ενταξιακές συνομιλίες και διαδικασίες.
Δεν είναι, ασφαλώς, πρόθεσή μου να κάνω υποδείξεις ή ν’ ασκήσω κριτική στο έργο και στους χειρισμούς της κυβέρνησης της Κύπρου. Επωφελούμαι όμως αφενός της απόλυτης ταύτισης απόψεων Αθήνας-Λευκωσίας γύρω από το Ελσίνκι και αφετέρου της σημερινής παρουσίας του φίλου Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, για να καταθέσω ορισμένες ιδέες για το άμεσο μέλλον.
Ορισμένες προτάσεις που δεν ανήκουν στη σφαίρα της υψηλής πολιτικής, αλλά στηρίζονται στην ανάγκη να ξαναπιάσουμε και οι δύο πλευρές το κομμένο νήμα της εμπιστοσύνης, της αλληλοκατανόησης και της αρμονικής συνύπαρξης, είναι:
Πρώτη πρόταση – Ενταξιακός διάλογος: η ορατή πλέον συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στα ευρωπαϊκά όργανα θα διευρύνει ακόμη περισσότερο τα αναπτυξιακό χάσμα μεταξύ των δυο περιοχών, αν δεν δράσουμε τώρα. Αμέσως. Σε ανάλογες περιπτώσεις, η πρωτοβουλία ανήκει πάντα στον ισχυρότερο. Τα εμπορικά επιμελητήρια της Κύπρου, επομένως, μπορούν να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημά τους, προσκαλώντας τους αντίστοιχους φορείς της άλλης πλευράς σε έναν ειλικρινή διάλογο και σ’ ένα πρόγραμμα συνεργασίας, που θα διευκολύνει την ευρύτερη συναίνεση. Ελπίζω ότι ο κ. Ντενκτάς και οι συνεργάτες του δεν θα εμποδίσουν μια τέτοια πρωτοβουλία.
Δεύτερη Πρόταση – Μη κυβερνητικές οργανώσεις: Η προσέγγιση δεν θα είναι εύκολη και οι συνθήκες που την εμποδίζουν δεν θα παραμεριστούν σύντομα. Κάποιοι, στην άλλη πλευρά, μάλιστα μπορεί να προσπαθήσουν να ορθώσουν και νέα εμπόδια. Πρέπει όμως να επιμείνουμε. Χρειάζεται να διαμορφώσουμε διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στις δυο κοινότητες.
Οι λαοί είναι αυτοί που κινούν την ιστορία – αυτό πρέπει να το θυμόμαστε. Δεν είναι οι απλοί Τουρκοκύπριοι πολίτες αυτοί που διαιωνίζουν τη διαίρεση. Όλοι μαζί πρέπει να προσπαθήσουμε να γκρεμίσουμε το τελευταίο «τείχος του αίσχους» που έχει απομείνει στην Ευρώπη.
- Ας δώσουμε συνεπώς την ευκαιρία σε εκπροσώπους μη κυβερνητικών οργανώσεων της τουρκοκυπριακής πλευράς να ξεπεράσουν, ίσως, τις προκαταλήψεις τους.
- Ας αφήσουμε στην άκρη τις αντιρρήσεις των εθνικιστών, από οποιαδήποτε πλευρά κι αν προέρχονται.
- Ας τους δώσουμε την ευκαιρία, με μια πρόσκληση διαλόγου, να συζητήσουμε μη πολιτικά θέματα, δίνοντας έμφαση στο σεβασμό προς τον πολίτη, στην ποιότητα ζωής και στην προσαρμογή προς τις τάσεις που διαμορφώνονται στην Ευρώπη.
Αν σκεφθούμε ψύχραιμα, υποθέτω πως όλοι θα συμφωνήσουμε ότι οι εχθροί της ειρηνικής λύσης του Κυπριακού έχουν πολλά κίνητρα να εμποδίσουν παρόμοιες επαφές. Γιατί τρέμουν τη δύναμη των απλών πολιτών. Ακόμα και οι έποικοι, που μεταφέρθηκαν από την Ανατολία, φορτισμένοι από τις υποσχέσεις ότι θα αποκτήσουν γη και τα εθνικιστικά κηρύγματα, διαπιστώνουν τώρα πια ότι ο φανατισμός δεν αποτελεί μέσο για μια καλύτερη ζωή. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουμε ότι η πιο απειλητική ωρολογιακή βόμβα μιας μελλοντικής λύσης θα είναι μια εκ νέου τύφλωση των εποίκων ή της νεότερης γενιάς των Τουρκοκυπρίων που δεν έζησαν ποτέ μαζί με τους Ελληνοκύπριους. Πρέπει να αφοπλίσουμε αυτή τη βόμβα. Κάθε επαφή ανάμεσα στις δυο κοινότητες βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, κόβει ένα σύρμα από τον ωρολογιακό μηχανισμό.
Τρίτη Πρόταση – Πολυ-πολιτισμική πολυ-θρησκευτική και πολυ-εθνική συνύπαρξη: η κυπριακή κοινωνία είναι χαρακτηριστική περίπτωση μιας τέτοιας συνύπαρξης. Οι ελληνοκύπριοι και οι τουρκοκύπριοι έχουν το χρέος και την ευθύνη να διαφυλάξουν και να ενισχύσουν τη συνύπαρξη αυτή δίνοντάς της μια νέα ευρωπαϊκή προοπτική. Γι’ αυτό βασική επιδίωξη πρέπει και μπορεί να είναι η στήριξη και η εδραίωση της ετερότητας.
Ο αιώνας κλείνει με την πληγή της Κύπρου να αιμορραγεί ακόμη. Αφήνει πίσω του μίση, διαρκή ένταση κι ένα διαιρεμένο νησί. Ελπίζω ο καινούριος να φέρει τη φιλία, την αδιάκοπη ειρήνη και, επιτέλους, την ενότητα στον ταλαιπωρημένο αυτό τόπο. Ας το προσπαθήσουμε μαζί.
Τα επόμενα βήματα πρέπει να προγραμματιστούν σωστά. Απαιτείται από όλους μας προσοχή και τόλμη. Άμεσα θα προχωρήσουμε στην υπογραφή των ελληνοτουρκικών συμφωνιών που είναι έτοιμες. Η σταδιακή και ισόρροπη μείωση των στρατιωτικών δαπανών είναι κάτι που θα βοηθήσει την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία να αντιμετωπίσουν πολλά από τα τρέχοντα προβλήματα των οικονομιών τους. Όταν η κατάσταση ωριμάσει, θα πρέπει να εξετάσουμε τη δημιουργία ενός πλέγματος μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, η οποία μπορεί να καταλήξει και στην υπογραφή ενός συμφώνου φιλίας και συνεργασίας.
Με το Ελσίνκι ανοίγει μια νέα σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και στο Κυπριακό. Οι αποφάσεις του Ελσίνκι συνιστούν ένα σημαντικό κεκτημένο ειρήνης και συνεργασίας.
Τη νέα σελίδα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού καλούμαστε να γράψουμε όλοι, έχοντας βασική επιδίωξη την εμπέδωση της ειρήνης και της συνεργασίας.
Βαδίζουμε προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός παγκόσμιου πλανητικού χωριού. Μέσα στον τεράστιο κοσμο-χώρο του αύριο, έλληνες και τούρκοι θα ανακαλύψουμε ότι έχουμε περισσότερα που μας ενώνουν από αυτά που μας χωρίζουν. Και την επιβεβαίωση αυτής της διαπίστωσης, πρέπει να τη δούμε επιβεβαιούμενη πρώτα εδώ, στην Κύπρο!
Σας ευχαριστώ.