Εφημερίδα Η Αξία
11 Ιανουαρίου 2014
Η ανάληψη της ευρωπαϊκής Προεδρίας από την Ελλάδα, ένα ζήτημα καίριας πολιτικής και εθνικής σημασίας, δεν περιορίζεται στη διαχείριση των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε συνιστά διεκπεραιωτική διαδικασία. Αντίθετα, είναι μια σπουδαία ευκαιρία για την ανατοποθέτηση της χώρας μας στις ευρωπαϊκές διεργασίες, την εναρμόνισή της με αυτές, για την ανάληψη πρωτοβουλιών και την ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής μας προοπτικής. Με δεδομένη την πρωτοφανή οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε, η ελληνική Προεδρία καλείται να δείξει ότι η σχέση μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει αμετάβλητη.
Ως πλήρες μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας εδώ και τρεις δεκαετίες, η Ελλάδα είχε πολλαπλές δυνατότητες και ευκαιρίες να αντιμετωπίσει τη μεγάλη απόκλισή της από τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης. Δύο ιστορικοί σταθμοί της ιστορίας της, η ένταξη στην ΕΟΚ και η είσοδος στην ΟΝΕ δεν αξιοποιήθηκαν. Αντί να συγκλίνουμε με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ανάπτυξης, αντί να εναρμονιζόμαστε με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, συνεχίσαμε αμέριμνοι -ιδιαίτερα τα τελευταία πέντε χρόνια- την αποκλίνουσα πορεία μας με αποτέλεσμα η αναντιστοιχία μας με την Ευρώπη να διευρύνεται.
Η αδυναμία της χώρας να ενσωματωθεί στις ευρωπαϊκές διαδικασίες, να ενταχθεί οργανικά σε αυτές, καθώς και η συνεχής παραβίαση των θεσμοθετημένων κανόνων λειτουργίας, δεν οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες ούτε προσέκρουε στην άρνηση των Ευρωπαίων. Ήταν αποτέλεσμα των δικών της εγγενών προβλημάτων, τα οποία η πολιτική τάξη απέφυγε να αντιμετωπίσει. Το κομματικό σύστημα στο σύνολό του δεν προέκρινε την ευρωπαϊκή προοπτική ως άμεση εθνική προτεραιότητα ούτε τη συνέδεσε με ένα συγκεκριμένο εθνικό σχέδιο.
Φιλοευρωπαϊκά και αντιευρωπαϊκά κόμματα αντιμετώπιζαν τη συμμετοχή μας στην Ενωμένη Ευρώπη ως ευκαιρία για να αντλήσουν κοινοτικούς πόρους και όχι ως μεγάλη πρόκληση για να υπερβούμε την παραγωγική, οικονομική, ακόμη και θεσμική υστέρησή μας. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα για την πολιτική τάξη για τη συνδικαλιστική ελίτ, ακόμη και για την πανεπιστημιακή κοινότητα δεν αποτέλεσε την κινούσα ιδέα, ούτε θεωρήθηκε χώρος όσμωσης για την ανάπτυξη μιας εξωστρεφούς εθνικής στρατηγικής.
Η μικρή και ανίσχυρη Ελλάδα παρέμεινε εγκλωβισμένη στους εθνοκεντρισμούς της, στους λαϊκισμούς και στις πελατειακές πρακτικές. Μάλιστα, προσδίδοντας στον εαυτό της ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, αρνήθηκε να κάνει τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να διευρύνει συνεχώς το χάσμα που τη χώριζε από τους εταίρους της.
Η απρονοησία που επέδειξε η πολιτική τάξη δεν ήταν ζήτημα ανικανότητας και ανεπάρκειας, αλλά συνειδητή επιλογή. Δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τις στρεβλώσεις ενός κοινωνικού σχηματισμού που είχε μάθει να ζει με συντεχνιακές και πελατειακές πολιτικές, με πολιτικές επιδομάτων και ειδικών ρυθμίσεων, με έναν υπερτροφικό και σπάταλο κρατικό τομέα. Παράλληλα, αδιαφόρησε για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, για την παραγωγικότητα, για την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών κ.λπ.
Αναμφίβολα υπήρξαν περίοδοι που επιχειρήθηκε η ουσιαστική ενσωμάτωση της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όμως αυτές ήταν τελικά μικρές αναλαμπές. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν επιχειρήθηκαν κάποιες μεταρρυθμίσεις, όπως εκείνη του ασφαλιστικού επί Τάσου Γιαννίτση, τότε ένα ολόκληρο διακομματικό πολιτικό και συνδικαλιστικό κατεστημένο αντιστάθηκε σταθερά, ματαιώνοντάς τες.
Η κρίση του 2009 ήταν στην πραγματικότητα το επισφράγισμα της πλήρους διάστασης στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα με την Ευρώπη. Τα σχέδια επανένταξής της είχαν μεγάλο τίμημα και για τους πολίτες και για την οικονομία. Μολονότι η Ένωση χρηματοδότησε τη διάσωση της χώρας με πρωτοφανή ποσά, εντούτοις και τώρα το πολιτικό υπόδειγμα κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων εξακολουθεί να είναι αποκλειστικά ελληνοκεντρικό. Δεν είναι τυχαίο ότι προσπαθούμε να απεγκλωβιστούμε από τα μνημόνια, αδιαφορώντας για τις μεγάλες αλλαγές που πρέπει να κάνουμε στο κράτος, στη διοίκηση στην οικονομία.
Το πολιτικό έλλειμμα είναι εμφανές. Η απουσία ευρωπαϊκής στρατηγικής, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης το πιστοποιούν. Η ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική μπορεί να διασφαλίζει πρωτογενές πλεόνασμα, εξαντλεί όμως τη σχέση της με την Ένωση στην προώθηση οικονομικών αιτημάτων.
Τα συγκυβερνώντα κόμματα αν και δηλώνουν την προσήλωσή τους στην Ευρώπη, δεν έχουν κάνει ακόμη τις αναγκαίες πολιτικές και ιδεολογικές υπερβάσεις με συνέπεια να μένουν καθηλωμένα στις πρακτικές του παρελθόντος. Η αδυναμία τους να ανατοποθετηθούν στο νέο ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι πασιφανής και αντανακλάται σε όλα τα επίπεδα των πολιτικών που ακολουθούν. Άλλωστε, οι μεταρρυθμιστικές, εκσυγχρονιστικές και ευρωπαϊκές δυνάμεις τους αποτελούν μειοψηφία. Η κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα και των δύο διαμορφώνεται από τα σύνδρομα του εθνοκεντρισμού.
Η αντιπολίτευση από την άλλη, είναι εμφανές ότι ταυτίζεται με το διαρκώς διογκούμενο ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού. Αδυνατώντας να διαχωρίσει το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης από τις επικρατούσες σήμερα κοινοτικές πολιτικές, τροφοδοτεί τις δεξαμενές του αντιευρωπαϊσμού.
Το ελληνικό εξάμηνο της Ευρώπης μάς παρέχει τη δυνατότητα του αναπροσανατολισμού της χώρας μας. Η έξοδος από την κρίση είναι συνυφασμένη με τη θεμελίωση μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής, και αυτό θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουν όλες οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, κυβερνώσες και αντιπολιτευόμενες.