Παύλος Τσίμας
Τα Νέα, 12/06/2021
Όταν ο Τζο Μπάιντεν κέρδιζε τις εκλογές, η κοινή πεποίθηση στην χώρα του, μα και στον έξω κόσμο, ήταν πως ο ηλικιωμένος Πρόεδρος θα είχε ως αποστολή να συμφιλιώσει την Ουάσιγκτον με την βαθιά Αμερική και με τους συμμάχους της. Να γιατρέψει τις πληγές του America first. Και να υπηρετήσει μια θητεία, σαν μεταβατική μεσοβασιλεία, που θα προσέφερε μια περίοδο καταλλαγής μετά την έξαψη των τραμπικών παθών.
Είναι πια σαφές ότι όλοι είχαν κάνει λάθος. Η δική του φιλοδοξία του ήταν να γίνει ο Πρόεδρος μιας μεγάλης αλλαγής. Θα χρειαστεί πολλή υπομονή για να δούμε αν αυτή η φιλοδοξία μπορεί να εκπληρωθεί. Μα έχουμε ήδη ακούσει κάτι περισσότερο από δηλώσεις προθέσεων. Κι έχουμε δει κάτι περισσότερο από τροχιοδεικτικές βολές.
Η μηχανή της αλλαγής έχει τεθεί σε κίνηση. Είναι, πρώτον, μια αλλαγή οικονομικού υποδείγματος. Πήραμε ένα πρώτο δείγμα της με τα κολοσσιαία προγράμματα δημοσίων δαπανών και την αύξηση των φορολογικών συντελεστών στις ΗΠΑ. Βλέπουμε τώρα και μια οικουμενικών διαστάσεων, πανηγυρική εκδήλωσή της, με την απόφαση των G-7 για έναν ελάχιστο φόρο 15% στα κέρδη των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Η απόφαση έχει βέβαια μακρύ δρόμο να διανύσει και μεγάλες δυσκολίες να υπερβεί μέχρι να εξασφαλίσει την αναγκαία ευρύτερη συναίνεση και να εφαρμοστεί στην πράξη. Μα έγινε ήδη ένα βήμα ώστε οι μεγάλες, κερδοφόρες επιχειρήσεις να πληρώνουν έναν κάποιο φόρο εκεί όπου έχουν δραστηριότητα και πραγματοποιούν κέρδη, αντί να τα μεταφέρουν όλα σε εικονικές, παραδείσιες έδρες, που προσφέρουν ελάχιστη ή μηδενική φορολόγηση.
Μα το σημαντικότερο είναι πως, για πρώτη φορά από την δεκαετία του 80, οι φόροι στα κέρδη και τα μεγάλα εισοδήματα αυξάνονται. Πως σταματά αυτή η κούρσα προς τα κάτω, ο διακρατικός ανταγωνισμός προς τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, που επί 40 περίπου χρόνια, συνεχιζόταν αδιάκοπα.
Ίσως να είναι- όπως έγραφε ο Ντάνι Ρόντρικ- το τέλος της εποχής της υπέρ-παγκοσμιοποίησης Όπως συμβαίνει, καθώς φαίνεται, κάθε 40-50 χρόνια, το εκκρεμές του κόσμου μετακινείται. Όπως είχε μετακινηθεί από τον μεταπολεμικό κεϋνσιανό κανόνα στον κανόνα του Σικάγο, μετακινείται ξανά. Και η μετακίνηση αυτή δεν είναι προϊόν μιας εκλογικής αναμέτρησης σε μια χώρα, ούτε έργο ενός προέδρου.
Προετοιμαζόταν συστηματικά στην ακαδημαϊκή και επιχειρηματική κοινότητα. Γι’ αυτό και προωθείται ευκολότερα, με λιγότερες αντιστάσεις από ότι η δεύτερη αλλαγή με την οποία ο Πρόεδρος Μπάιντεν προσπαθεί να συνδέσει το όνομά του. Την αλλαγή στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, στους κανόνες της διεθνούς ζωής. Την οποία θα προσπαθήσει να προωθήσει αυτές τις ημέρες, από τις ακτές της Κορνουάλης ως την λίμνη της Γενεύης, περνώντας από τις αναπόφευκτες Βρυξέλλες. Από την σημερινή συνάντηση με τους G-7 ως το ραντεβού της ερχόμενης Τετάρτης με τον Πούτιν.
Μέσα σε έξι μέρες, επί ευρωπαϊκού εδάφους ο πιο έμπειρος στα θέματα διεθνούς πολιτικής Πρόεδρος που εξέλεξαν ποτέ οι Αμερικανοί ψηφοφόροι, θα δώσει μια παράσταση, που κανένας προκάτοχός του δεν έδωσε- ίσως από εποχής Ρέηγκαν. Και πάλι, όχι σε τόσο συμπυκνωμένο χρόνο και με τόσο σύνθετη φιλοδοξία. Ούτε απέναντι σε τόση συσωρευμένη δυσπιστία- καθώς οι Ευρωπαίοι, μετά το σοκ της περιπέτειας Τραμπ, θα υποδεχθούν με ανακούφιση ένα οικείο και πολιτικά συμβατό πρόσωπο όπως ο Μπάιντεν, μα δεν ξεχνούν πως ότι συνέβη στον αγγλοσαξωνικό κόσμο το 2016 θα μπορούσε να συμβεί ξανά το 2024.
Ο Μπάιντεν θέλει να αποκαταστήσει την συνοχή της Δύσης ως στρατηγικού μπλοκ, και να επιβάλει στους Ευρωπαίους τις αμερικανικές προτεραιότητες στην αντιπαράθεση με την Κίνα και την Ρωσία. Θέλει να εξασφαλίσει μια πανηγυρική δήλωση συστράτευσης γύρω από την ιδέα ότι η υπεράσπιση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι η επιδίωξη, η νομιμοποίηση και η κόκκινη γραμμή στην πολιτική αυτής της ανανεωμένης δυτικής συμμαχίας. Και θέλει να επιβεβαιώσει την επιστροφή στην πολυμερή συνεργασία απέναντι στις μεγάλες απειλές- από την κλιματική αλλαγή ως το διεθνές εμπόριο. Δεν είναι σαφές πώς αυτοί οι διακηρυγμένοι στόχοι συναρμόζονται και πώς τέμνονται οι εσωτερικές τους αντιφάσεις.
Πώς αντιμετωπίζονται, για παράδειγμα, σύμμαχοι προφανούς χρησιμότητας αλλά προβληματικής αφοσίωσης στην φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως η Αίγυπτος ή, στον αντίποδα, η Τουρκία. Το βέβαιο είναι πως οι τεκτονικές πλάκες της διεθνούς στρατηγικής, όπως και της διεθνούς οικονομίας, μετακινούνται. Και το ερώτημα είναι τι σημαίνουν όλα αυτά από ελληνικής σκοπιάς. Πώς πρέπει να προσαρμοστούμε σε αυτές τις αλλαγές.
Τι σου λέει ο Πρίσλει για μένα;- αναρωτιόταν ο Κραουνάκης (παραφράζοντας έναν ρεμπέτικο στίχο του Σκαρβέλη) σ εκείνο το τραγούδι του που έψαχνε να βρει το «ελληνικό νόημα» στο ροκ, «που άμα δεν το χεις, να το φοβάσαι». Τι σου λέει, λοιπόν, ο Μπάιντεν για εμάς;
Δύο υποθέσεις μου φαίνονται βάσιμες.
Ότι πρώτον, σ ένα οικονομικό περιβάλλον όπου η παγκοσμιοποίηση, διορθωμένη επί το δικαιότερο και πιο ρυθμισμένη, επιταχύνεται ξανά, η ελληνική οικονομία έχει μιαν ευκαιρία, μα αντιμετωπίζει κι έναν κίνδυνο. Τον κίνδυνο να απαξιωθεί αν δεν τρέξει γρήγορα, αν, για παράδειγμα, μια άλλου τύπου επιχειρηματικότητα δεν επενδύσει στις τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης, οι οποίες σήμερα έχουν διείσδυση 3% στην ελληνική οικονομία, έναντι 45% στον κόσμο.
Και ότι δεύτερον η νέα, υπό διαμόρφωση διεθνής ισορροπία δίνει μια μεγάλη ευκαιρία στρατηγικής επανατοποθέτησης της Ελλάδας, με πολλά ρίσκα φυσικά. Για να μην χαθεί η ευκαιρία πρέπει προπάντων να εγκαταλειφθεί το δόγμα της ακινησίας στην εξωτερική πολιτική, η αδράνεια ως στρατηγική, η αναβολή ως μέσον αποφυγής πολιτικού κόστους. Το κόστος της αδράνειας θα ήταν εξαιρετικά υψηλό σ έναν κόσμο όπου όλοι οι παίκτες βιάζονται να πάρουν νέες θέσεις. Εδώ προπάντων ισχύει το «άμα δεν το χεις να το φοβάσαι».