Γιάννης Βούλγαρης
Τα Νέα, 12/09/2020
Λίγες ήταν ευτυχώς οι φορές που η μεταπολιτευτική Ελλάδα δοκιμάστηκε από τόσο έντονες και ταυτόχρονες κρίσεις. Σίγουρα το 1974, επίσης το 2011 και το 2015. Τώρα το ίδιο. Τρεις κρίσεις, του κορωνοϊού, της οικονομίας και των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ξεσπούν ταυτόχρονα, επικαλύπτονται, αλληλοεπιδεινώνονται και διαχέονται σε όμορα προβλήματα όπως το μεταστευτικό και η Μόρια. Σε τέτοιες στιγμές κρίνονται πρωτίστως οι πολιτικές ηγεσίες, παράλληλα όμως καταγράφονται οι αντοχές και οι αδυναμίες της κοινωνικής δομής, αναδύονται οι φόβοι και οι δυνατότητες της κοινωνίας.
Οι τρεις κρίσεις αθροίζουν τις επιπτώσεις τους τροφοδοτώντας μια ψυχική κατάσταση παρατεταμένης ανησυχίας, αβεβαιότητας και κόπωσης, παράλληλα με την αγωνία της εργασιακής και επιχειρηματικής επιβίωσης στους απασχολούμενους του ιδιωτικού τομέα. Μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα με δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα από την παγκόσμια κρίση του 2008 καθώς η δημαγωγία, οι τυχοδιωκτισμοί και η ακραία πόλωση την καθήλωσαν για δέκα χρόνια. Ευτυχώς, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις μιας ανάλογης κομματικής εκμετάλλευσης των τριών κρίσεων. Οι πηγές τους είναι εξωγενείς και δεν μπορούν να χρεωθούν στην κυβέρνηση, η οποία γενικά έχει κινηθεί με σωφροσύνη και αποτελεσματικότητα, αντίθετα με την αξιωματική αντιπολίτευση που ακόμα ψάχνεται.
Πέρα όμως από αυτό, υπάρχει ο κίνδυνος της ψυχολογικής καθήλωσης σε έναν ορίζοντα μειωμένων προσδοκιών, που θα αφυδατώσει την ενέργεια της κοινωνίας και τη διαθεσιμότητά της να δεχτεί μια στρατηγική ανάταξης της χώρας. Η διαθεσιμότητα επιτυγχάνεται αν δίπλα στην ανησυχία και τον φόβο, εισχωρήσει η ελπίδα. Ελπίδα για το ατομικό αλλά και το συλλογικό μέλλον. Πόσο ρεαλιστικό είναι; Πόσες δυνάμεις έχει ακόμα μέσα της η κοινωνία μετά από δέκα χρόνια κρίσης; Μήπως τα νέα φαινόμενα του «ανορθολογισμού» που εκδηλώνονται με αφορμή τον κορωνοϊό προδιαγράφουν ένα νέο εθνικό μπλοκάρισμα;
Προσωπικά, είμαι αντίθετος στις καταδικαστικές γενικεύσεις με αφορμή τους παντοειδείς «ψεκασμένους». Πάντα ζούσαν ανάμεσά μας και ώς το 2018-19 είχαν μεγαλύτερη πολιτική επιρροή. Θεωρώ επιπλέον λάθος να υποτιμούμε τις αντοχές και τις δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας. Φάνηκε στην προηγούμενη περίοδο της χρεοκοπίας. Άντεξε και διατήρησε ένα έπίπεδο συνοχής και πολιτισμένης συμβίωσης μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες. Άντεξε χάρη σε ορισμένα χαρακτηριστικά της κοινωνικής της δομής, αλλά και σε μια συσσωρευμένη συλλογική ιστορική εμπειρία.
Όπως και στο παρελθόν, αυτά λειτούργησαν και εξακολουθούν να λειτουργούν σαν αμυντικά αναχώματα στις επιθέσεις της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης. Έτσι, στην πλειοψηφία της η κοινωνία προσέτρεξε στην όποια ασφάλεια μπορούσαν να προσφέρουν η οικογένεια, το «σπιτικό» σε μια χώρα με συντρηπτικά ποσοστά ιδιοκατοίκησης, η συγγένεια, η φιλία, η μικρή οικογενειακή επιχείρηση, ο εκτεταμένος δημόσιος τομέας και οι συνταξιούχοι με το εγγυημένο εισόδημα, η τοπικότητα, η υπακοή στη δημόσια αυθεντία που εκδηλώνεται σε τέτοιες στιγμές.
Όμως όλα αυτά τα σταθερά χαρακτηριστικά της εθνικής μας διαδρομής, που θα συνεχίσουν φυσικά να υπάρχουν, ενώ προσφέρουν μια άμυνα, εύκολα γίνονται παγίδες σε στιγμές που η Ελλάδα χρειάζεται να πραγματοποιήσει ένα ποιοτικό άλμα. Μπορεί να διευκολύνουν την απλή προσαρμογή του υπάρχοντος στις νέες συνθήκες απορροφώντας κάποιους κραδασμούς. Δεν πετυχαίνουν όμως τον μεταχηματισμό του «μοντέλου Ελλάδα» ενόψει της νέας εποχής που έρχεται με ριζικές παραγωγικές, τεχνολογικές, γεωπολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Αυτός μπορεί να προκύψει μόνο από μια σταθερή και αποφασιστική στρατηγική δομικών αλλαγών.
Η κρίση του κορωνοϊού επιτάχυνε τους χρόνους καθιστώντας πιο επιτακτικό τον μετασχηματισμό. Αν δεν είχε συμβεί, η κοινωνία θα είχε την άνεση να περάσει μια περίοδο «επιστροφής στην κανονικότητα» μετά την ψυχολογική ένταση της περιόδου των μνημονίων. Ο συνδυασμός όμως των τριών κρίσεων προσπερνά την προσδοκία της κανονικότητας και απαιτεί την ενεροποίηση ώστε να μην παγιωθεί η ανησυχία και ο φόβος. Επειδή όμως ουδέν κακόν αμιγές καλού, οι τρεις ταυτόχρονες κρίσεις βοηθούν την κοινωνία να κατανοήσει με τη μορφή του άμεσου πολιτικού βιώματος, μερικές βασικές γραμμές που σκιαγραφούν ήδη τη νέα εποχή.
Πρώτη, η νέα μορφή που λαμβάνει η σχέση εθνικού κράτους και παγκοσμιοποίησης. Δεν είμαστε πλέον στην άποψη της γενικής αποδυνάμωσης του κράτους που επικρατούσε στη δεκαετία του 1990, αλλά ούτε σε διαδικασία αποπαγκοσμιοποίησης όπως λανσάρεται τα τελευταία χρόνια ενισχύοντας την αντίληψη της εθνικής εσωστρέφειας. Τόσο η οικονομική κρίση του 2008, όσο και η υγειονομική κρίση του 2020 έδειξαν ότι πράγματι οι αρχικοί μηχανισμοί άμυνας παρουσιάζονται στο εθνικό επίπεδο, σε αυτούς καταφεύγει η εθνική κοινωνία. Η υπέρβαση όμως των κρίσεων γίνεται με μηχανισμούς και πολιτικές που διαμορφώνονται και εκτυλίσσονται κατεξοχήν στο διεθνές επίπεδο.
Δεύτερη, αμφότερες οι κρίσεις σχετικοποίησαν την αντίθεση Κράτους – Αγοράς, αποφορτίζοντάς την από παλαιότερες ιδεολογικές συνδηλώσεις. Και το 2008 και το 2020, το Κράτος έδειξε τη σημασία του ως ο πρωταρχικός και κατεξοχήν προστάτης της κοινωνίας, αλλά γενικά πλέον, οι ακολουθούμενες πολιτικές αντιμετωπίζουν τη σχέση κράτους-αγοράς με πραγματιστικό τρόπο, επιδιώκοντας κατά κανόνα τη συνέργειά τους. Τελευταίο αλλά ίσως σημαντικότερο αφορά στη σχέση Ελλάδας – Ευρώπης. Η ελληνική κοινωνία που έφτασε το 2015 στα πρόθυρα του Grexit, διαμόρφωσε στη συνέχεια μια ευρεία συναίνεση υπέρ της Ευρώπης και του ευρώ, παρά το κόστος που πλήρωσε στη διαρκεια της χρεοκοπίας. Είναι κάτι που λειτουργεί με την ισχύ της «σιωπηλής παραδοχής» η οποία επικρατεί έναντι των όποιων «ρηματοποιημένων» συναισθηματικών και πολιτισμικών αντιδράσεων κατά της Ευρώπης.
Η ελληνοτουρκική όμως κρίση και η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο προσέθεσε άλλη μια σημαντικότατη διάσταση στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Όντας υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουμε την αντίληψη της ακινησίας και να υιοθετήσουμε μια πιο ενεργή εξωτερική πολιτική παρά τις διαφορετικές απόψεις για το περιεχόμενό της, συνειδητοποιούμε ως κοινωνία ότι είμαστε συνδιαμορφωτές της νέας «ευρωπαϊκότητας», της νέας ταυτότητας που αναζητά η Ευρώπη στον νέο συγκρουσιακό και πολυπολικό Κόσμο. Για να υπάρξει αυτή η νέα ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν μπορεί παρά να περιλάβει μια ισχυρή γεωπολιτική διάσταση με σημαντικό πεδίο εκδήλωσης την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Εναπόκειται στην Ελλάδα να μεταφράσει δημιουργικά αυτή τη νέα συνοριακή της υπόσταση.
Αυτές και άλλες εμπειρίες αφομοιώνονται βαθμηδόν από την κοινή γνώμη, από τον «μέσο πολίτη», και μπορεί να λειτουργήσουν ως προϋποθέσεις συναίνεσης για μια σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Το γεγονός έχει αποτυπωθεί και στο επίπδο των αντιλήψεων που καταγράφονται μετά την κατάρρευση του αντιμνηνονιακού αφηγήματος, και ιδίως στο διάστημα 2019-20. Αποψίλωση των πολιτικών άκρων και ακροτήτων, θετική αξιολόγηση εννοιών που χαρακτηρίζουν τον ευρύ δημοκρατικό χώρο (φιλελελευθερισμός, σοσιαλδημοκρατία, οικολογία, σοσιαλισμός, ανταγωνιστικότητα, εξωστρέφεια,κλπ).
Αυτές οι μετατοπίσεις στο κοινωνικό σώμα, εύθραυστες λόγω της ψυχικής έντασης της περιόδου, χρειάζονται να προσανατολιστούν και να καθοδηγηθούν από την Πολιτική και την Ηγεσία (leadership). Αυτό είναι άλλωστε ένα μοτίβο της εθνικής μας εξέλιξης. Η κοινωνία μπορεί να υποδέχεται και να αφομοιώνει τις διάχυτες εκσυγχρονιστικές ωθήσεις της εποχής της. Όμως το μεγάλο άλμα γινόταν όταν η Πολιτική και η Ηγεσία ανταποκρινόταν στις προκλήσεις των καιρών.