Παύλος Τσίμας
Τα Νέα, 2/9/2017
Το 2014 ήταν το «πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» – που δεν εφαρμόστηκε βέβαια ποτέ και ίσως δεν προοριζόταν καν να εφαρμοστεί. Εξαργυρώθηκε, πάντως, τέσσερις μήνες μετά την εκφώνησή του, στην κάλπη.
Το 2015, με τις πληγές της «διαπραγμάτευσης», του δημοψηφίσματος και του νέου Μνημονίου ανοιχτές και τις τράπεζες κλειστές, ήταν το «παράλληλο πρόγραμμα» – όλα όσα θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ 2.0, παράλληλα, ανεξάρτητα και συμπληρωματικά προς το Μνημόνιο. Ούτε αυτό εφαρμόστηκε, αλλά προσέφερε ένα «αφήγημα» για τις εκλογές της αναμπουμπούλας εκείνου του Σεπτεμβρίου.
Το 2016 ήταν η τιτανομαχία κατά της «διαπλοκής», με τον διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών που ξεκίνησε ως υπερθέαμα, μα κατέληξε σε υπερφιάσκο.
Και τώρα; Στη Θεσσαλονίκη του 2017 τι θα έχει να πει ο Αλέξης Τσίπρας;
Αν οι κινήσεις αυτής της εβδομάδας ήταν κάτι σαν πρόβα τζενεράλε της παράστασης των εγκαινίων της ΔΕΘ, ο Σεπτέμβριος του 2017 αναγγέλλεται ως η στιγμή της «μεγάλης μετατόπισης». Με μια επίσκεψη – για πρώτη φορά – σε μια μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση και με επαίνους για μια μεγάλη διεθνή, ιδιωτική επένδυση, με έναν λόγο υπέρ τής (πιπέρι στο στόμα) μεταρρύθμισης του Δημοσίου και της (διπλό πιπέρι) «αποκομματικοποίησής» του και με μια επίσκεψη σ’ ένα hub νεοφυών επιχειρήσεων (Τι τις θέλουν τις startups αυτά τα παιδιά; Γιατί δεν περιμένουν να ανοίξουν οι διορισμοί στο Δημόσιο;), ο Τσίπρας έδειξε την πρόθεσή του να αλλάξει γλώσσα, να αλλάξει στίγμα στον πολιτικό χάρτη. Να μετατοπιστεί. Να μετατοπιστεί δυτικότερα στον οριζόντιο άξονα δεξιά / αριστερά και νοτιότερα στον κάθετο άξονα εξτρεμισμός / μετριοπάθεια. Να παίξει, έτσι, σ’ ένα γήπεδο που είναι το προνομιακό γήπεδο των πολιτικών του αντιπάλων.
Μπορεί κανείς, εύκολα, να συντάξει έναν μακρύ κατάλογο ενστάσεων και επιφυλάξεων: ότι η γλώσσα αυτή του είναι ακόμη ξένη – φάνηκε στη γλώσσα του σώματός του, έτσι όπως έστεκε αμήχανος στο βήμα, φάνηκε και στα παγωμένα αστεία στα οποία κατέφυγε. Οτι ακόμη κι αν ο ίδιος την κατακτήσει, με τον χρόνο, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το κόμμα του και το Υπουργικό του Συμβούλιο μπορούν (ή θέλουν) να αρχίσουν να μαθαίνουν την αλφαβήτα αυτής της νέας, ξένης γλώσσας. Οτι είναι σχετικά εύκολο να διορθώνεις πορεία και να αλλάζεις στίγμα όταν είσαι στην αντιπολίτευση, μα είναι πολύ δύσκολο να το κάνεις εν πλω, στη μέση μιας κυβερνητικής θητείας, όπου η καθημερινή δοκιμασία της πράξης μπορεί να διαψεύδει, να ακυρώνει ή να εξευτελίζει τους γενναίους λόγους και τα σκηνοθετημένα για την τηλεόραση πολιτικά events. Ή ότι το όλο επικοινωνιακό εγχείρημα φλερτάρει με τον κίνδυνο να ακυρωθεί, αν το μήνυμα συγκρουστεί με την πραγματικότητα που βιώνουν οι παραλήπτες του.
Δυο λόγια παραπάνω επ’ αυτού: ο Ουμπέρτο Εκο έγραψε κάποτε πως μια ωραία διαφήμιση ενός νέου μοντέλου ψυγείου στο Μιλάνο μπορεί να είναι ένα κίνητρο για κατανάλωση, αλλά σ’ ένα φτωχόσπιτο ενός χωριού της Κάτω Ιταλίας αφορμή για εξέγερση. Κατ’ αναλογία, η προσπάθεια να προεξοφληθεί η αισιοδοξία του «τέλους του Μνημονίου», να μπει στη συνείδηση των πολιτών-ψηφοφόρων μια δόση μέλλοντος, με επενδύσεις, ανάπτυξη και διορισμούς, μπορεί πράγματι να δώσει ανάσα στην πολιτική επικοινωνία του Μαξίμου, αλλά μπορεί να εκπυρσοκροτήσει στα χέρια του Πρωθυπουργού αν εκληφθεί ως προσβλητική απάντηση στη φωνή ανθρώπων που αντιμετωπίζουν μια συνθήκη δύσκολης, αναιμικής καθημερινής επιβίωσης.
Ολες οι ενστάσεις και οι επιφυλάξεις είναι δικαιολογημένες. Μένει ωστόσο η κίνηση η ίδια. Η μετατόπιση.
Την ερχόμενη άνοιξη η Ελλάδα κλείνει οκτώ χρόνια μεγάλης πολιτικής αναστάτωσης, όπου όλα τα ζύγια είχαν χαθεί, ο δημόσιος διάλογος είχε εγκλειστεί στο φρενοκομείο, παραδομένος στις πιο εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας, διαζευγμένος με την κοινή λογική και το μέτρο, και ο πολιτικός ανταγωνισμός είχε καταστεί έκκεντρος, υποθηκευμένος στην αδιαμεσολάβητη οργή, το μίσος και την απελπισία. Αν λοιπόν η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να μετατοπιστεί, να μετακινηθεί προς το Κέντρο είναι πραγματική (επιτυχής ή όχι, αδιάφορο, άλλη κουβέντα αυτή) και έχει συνέχεια, αν σημάνει το τέλος της εποχής του φρενοκομείου (ο τρώσας και ιάσεται), αν σημαίνει αναγνώριση πως η πολιτική μάχη που αρχίζει θα κριθεί, όπως συνήθως, όπως άλλοτε, στο Κέντρο, τότε αυτή η μάχη αποκτά ενδιαφέρον και επιτρέπει μια, συγκρατημένη, αισιοδοξία.
Από την άλλη, υπάρχει το λογικό ερώτημα αν η απόπειρα του Τσίπρα να παίξει στο γήπεδο των αντιπάλων του, να οικειοποιηθεί την ατζέντα τους, φέρνει σε δυσκολότερη ή καλύτερη θέση τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή, ακόμη περισσότερο, τον υπό ανασυγκρότηση προοδευτικό χώρο του Κέντρου. Αλλά στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχει παρά μία μόνο, δανεισμένη από το θησαυροφυλάκιο της ποδοσφαιρικής σοφίας, απάντηση: αν δεν μπορείς να κερδίσεις τα ματς στο γήπεδό σου, δεν μπορείς να διεκδικείς τίτλο.