Μαρία Κατσουνάκη
Η Καθημερινή 01/09/2019
«Αγαπάμε Αλέξη γιατί είναι ένας από εμάς». Καμιά φορά οι αναρτήσεις στα social media υποδηλώνουν πολύ περισσότερα από μακροσκελείς αναλύσεις, πυκνώνοντας νοήματα και χρόνο. Ο/η χρήστης του Twitter ταυτίζεται με τον πολιτικό αρχηγό, επιχειρηματολογώντας έτσι αποστομωτικά, όπως νομίζει, στις επιθέσεις ή στην υποτίμηση που επιχειρείται από τους αντιπάλους. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά, άραγε, αυτών που τον «αγαπούν» και πόσοι είναι αριθμητικά; Ακούω γύρω μου ότι η «συριζοποιημένη» κοινωνία καταγράφεται σε ένα αρκετά υψηλό ποσοστό. Μεγαλύτερο, πάντως, λένε, από το 31,53% των εθνικών εκλογών. Είναι φοβισμένοι με τη νέα κυβέρνηση, γιατί αλλάζει την ατζέντα, μας επιβάλλει να συνδεθούμε με την πραγματικότητα των προβλημάτων, να δούμε τις αιτίες έξω από τα μνημόνια, τον νεοφιλελευθερισμό, τους «κακούς ξένους», κ.ο.κ. Το «παλιό πολιτικό σύστημα», που επανερχόταν ως η απόλυτη απειλή στην επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζεται λιγότερο παλιό, παραδειγματισμένο από τα λάθη του παρελθόντος (μακρινού και πρόσφατου) και αποφασισμένο να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις.
Ποιοι είναι εκείνοι, λοιπόν, που έχουν ταυτιστεί με τον «Αλέξη», τυφλά και με οίστρο; Μια εύκολη, πρώτη, απάντηση: όσοι δεν ανήκουν στην «ελίτ», σε «οικογένειες» και «τζάκια», όσοι θεωρούν εαυτούς «μη προνομιούχους». Αυτή είναι τουλάχιστον η επιχειρηματολογία όσων βλέπουν αρνητικά το νέο κυβερνητικό σχήμα και προσωπικά τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Στις συζητήσεις, όταν προσπαθείς να επιστρατεύσεις επιχειρήματα, συναντάς παγιωμένες αρνήσεις, ανακύκλωση φαντασμάτων και παρωχημένων υλικών, σκόρπιες «ατάκες» από αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, αυθαίρετες κατηγορίες, καμία διάθεση αυτοκριτικής (και πάλι). «Διαβάσατε την “Τελευταία μπλόφα”», ρωτούσαμε αναγνώστες του βιβλίου, τους μήνες του καλοκαιριού. Το βιβλίο που υπογράφουν δύο νέες δημοσιογράφοι πρώτης γραμμής, η Ελένη Βαρβιτσιώτη και η Βικτώρια Δενδρινού (και έχει ήδη πουλήσει 30.000 αντίτυπα), επιδιώκει το πλέον δύσκολο: να καταγράψει –μέσα από συνεντεύξεις και ντοκουμέντα– το παρασκήνιο του 2015, τα δραματικά Eurogroup, το Plan B για τη χώρα, τις συναντήσεις –γνωστές και άγνωστες– σε επίπεδο Ευρωπαίων ηγετών, τις συγκρούσεις, τις μετατοπίσεις τυχαίες ή αναγκαστικές, τους εκβιασμούς, τους συμβιβασμούς. Να καταγράψει, αποφεύγοντας –κατά το δυνατόν– να πάρει θέση. Η σύνθεση γίνεται στο μυαλό και στο στομάχι του αναγνώστη. Σφίγγεται, βαριανασαίνει, αποσύρεται, σκέφτεται, ταξινομεί, συνοψίζει, επιστρέφει και πάλι στις σελίδες. Είναι μια μικρή μάχη με τον εαυτό η ανάγνωση. Η ανθρωπογεωγραφία εκείνης της κρίσιμης για τη χώρα χρονιάς γεννά μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, οι οποίοι θα ήταν απολαυστικοί αν δεν διαμόρφωναν αδρά τον χάρτη της καθημερινότητάς μας, καθορίζοντας τη ζωή μας στις λεπτομέρειές της.
Η αντιμετώπιση των συνομιλητών, όταν εξέθετε κανείς τα δεδομένα του βιβλίου, τα «γεγονότα», ήταν παύση δυσπιστίας. «Μα οι αφηγήσεις δηλώνουν έρευνα», αντέτεινες. «Δεν ήταν μόνο οι Ευρωπαίοι σε αυτήν την παρτίδα αλλά και εμείς». Σιωπή και άρνηση, προσπάθεια υποβάθμισης και υπονόμευσης. Πιστεύουν, άραγε, ακόμη ότι «η αξιοπρέπεια των Ελλήνων απέναντι στους εκβιασμούς και το άδικο θα στείλει μήνυμα ελπίδας και υπερηφάνειας σε όλη την Ευρώπη»;
Ανάμεσα στα διδάγματα της κρίσης είναι ότι δεν χρειάζεται ούτε να αγαπάμε ούτε να ταυτιζόμαστε με τους ηγέτες. Ούτε και να μισούμε, όμως, τους δημοκρατικά εκλεγμένους. Οι ταυτίσεις δηλώνουν μονοχρωμία, αποστρέφονται την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Επιλέγουν το συμβατό, που αποθεώνει και τις δικές μας ανεπάρκειες.
Κάποιος που, για παράδειγμα, δεν μιλάει ξένες γλώσσες, τα ελληνικά του είναι μέτρια και κάνει γκάφες είναι πιο «ανθρώπινος» και συμπαθής, γιατί αναβαθμίζει την εικόνα «μας» στην πρωθυπουργική θέση. Το «ξένο» μάς φοβίζει, πιο εύκολα το δαιμονοποιούμε παρά το αποδεχόμαστε. Δεν αλλάζει, όμως, η πραγματικότητα με την εθελοτυφλία. Κι αυτό το μάθαμε με την κρίση. Επιχείρημα δεν συνιστά η άρνηση αλλά η σύνθεση, διαδικασία κοπιαστική, που χρειάζεται διαρκή αναθεώρηση και τροφοδοσία.
Αλλιώς, η απάντηση στο ερώτημα του Μπέρναρντ Σο, που χρησιμοποιείται ως προμετωπίδα στο βιβλίο, έχει ήδη δοθεί: «Αν η ιστορία επαναλαμβάνεται και το απροσδόκητο πάντα συμβαίνει, πόσο ανεπίδεκτος μαθήσεως από την εμπειρία είναι ο άνθρωπος;».