Εφημερίδα Η Αξία
6 Ιουλίου 2013
Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι κατεξοχήν πολιτικό. Οφείλεται στην παταγώδη αποτυχία του υπάρχοντος κομματικού συστήματος, του φυσικού και ηθικού αυτουργού για την κρίση και τη χρεοκοπία. Η αναντιστοιχία του με τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις της είναι κάτι παραπάνω από κραυγαλέα.
Παγιδευμένες οι δυνάμεις που το συγκροτούν σε μια οπισθοβαρή τακτική, δίνουν μάχες οπισθοφυλακής για τη διατήρηση ενός ξεπερασμένου, ανεπαρκούς και παρασιτικού μοντέλου λειτουργίας της κοινωνίας και της οικονομίας. Ζώντας στον μικρόκοσμό τους αδυνατούν να κατανοήσουν τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον κοινωνικό και οικονομικό χάρτη της χώρας, ενώ δεν μπορούν να αναπροσαρμόσουν τις πολιτικές τους.
Συνεπώς λειτουργούν ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη του τόπου, αποτρέποντας τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Το διαπιστώσαμε με το ασφαλιστικό του Γιαννίτση πριν από περίπου δέκα χρόνια, το βλέπουμε και σήμερα που με κάθε τρόπο προσπαθούν να ακυρώσουν τις αναγκαίες τομές στη διοίκηση, στην οικονομία, στο κράτος.
Τα προβλήματα αυτά δεν περιορίζονται μόνο στα αποκαλούμενα κόμματα εξουσίας, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αλλά στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων. Η Αριστερά είτε αυτοσυστήνεται ως ριζοσπαστική -ΣΥΡΙΖΑ- είτε ως κυβερνώσα, ΔΗΜΑΡ-, το μόνο που επιδεικνύει και αποδεικνύει είναι η προσήλωσή της στις βεβαιότητες, στις αναστολές και στις ιδεοληψίες του αποστεωμένου πολιτικού της οπλοστασίου. Μέχρι τώρα τουλάχιστον δεν έχει στηρίξει ούτε μία μεταρρύθμιση. Αντίθετα, εμφανίζεται ως συνήγορος των πιο αναχρονιστικών και συντηρητικών απόψεων.
Όπως τα αποκαλούμενα «αστικά κόμματα», έτσι και η Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της παραμένει δέσμια ενός ακραίου κρατισμού και άκρατου λαϊκισμού. Η πολιτική της ατζέντα είναι ανεπίκαιρη και ανεδαφική και αποπνέει παρελθόν. Το αντιμνημονιακό επίχρισμά της δεν συγκαλύπτει σε καμία περίπτωση τον πολιτικό της αναχρονισμό και την αδυναμία της να επεξεργαστεί μια σύγχρονη και ρεαλιστική στρατηγική.
Τα οξυμένα και θεμελιώδη προβλήματα του πολιτικού συστήματος της χώρας δεν αντιμετωπίζονται μέσω του διαχωρισμού σε μνημονιακές και αντιμνημονιακές δυνάμεις. Έτσι κι αλλιώς προϋπήρχαν του μνημονίου και θα συνεχίσουν να υφίστανται και μετά απ’ αυτό. Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη διαίρεση είναι επίπλαστη και ψευδεπίγραφη. Κι αυτό γιατί καμία δημοσιονομική εξυγίανση δεν μπορεί να υποκαθιστά το αίτημα συγχρονισμού μιας κοινωνίας και μιας χώρας με τις νέες ανάγκες και απαιτήσεις.
Ανακόλουθα με το αυτονόητο αυτό αίτημα δεν είναι μόνο η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η Αριστερά στο σύνολό της. Όλες μαζί οι πολιτικές δυνάμεις, αδυνατούν να κάνουν τις αναγκαίες στρατηγικές και πολιτικές αναπροσαρμογές, επομένως, η αποξένωσή τους από τη ζώσα πραγματικότητα είναι αυτονόητη.
Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ο εγκλεισμός τους σε μια ανίερη και ανούσια πολιτική αντιπαράθεση, η οποία στο επίκεντρό της δεν έχει τα σημερινά προβλήματα αλλά το παρελθόν. Σκιαμαχούν με αυτό γιατί η πολιτική και ιδεολογική τους ένδεια τούς στερεί τη δυνατότητα να μιλήσουν για το παρόν και το μέλλον του τόπου.
Αναμοχλεύοντας το παρελθόν ο Βορίδης δεν μας υπενθύμισε μόνο την πολύ γκρίζα –έως μαύρη- διαδρομή του, αλλά στάθηκε η αφορμή για να διαπιστώσουμε το βαθύ λήθαργο στον οποίο έχει πέσει η πολιτική ζωή του τόπου. Το ίδιο συνέβη και με τον Πολύδωρα, ο οποίος άρχισε να ερωτοτροπεί με τον πολιτικό υπόκοσμο των νεοναζί.
Οι φωτιές που άναψαν οι ακροδεξιοί κλώνοι της Νέας Δημοκρατίας, επιβεβαίωσαν την εξάρτηση του ΠΑΣΟΚ με τον Παπανδρεϊσμό. Ως εκ τούτου η ανασύσταση που επαγγέλλεται ο κ. Βενιζελος προσκρούει στην αδυναμία του κόμματός του να αποκτήσει μια αυθύπαρκτη πολιτική ταυτότητα και να μετεξελιχθεί σε φορέα σοσιαλδημοκρατικών απόψεων.
Βέβαια, το μείζον πρόβλημα δεν έγκειται στην παλινόρθωση του παρελθόντος, ούτε στην προσκόλληση κάποιων σε αυτό, αλλά στο γεγονός ότι στην πραγματικότητα η πολιτική ζωή της χώρας, αλλά και μια πλειάδα πολιτικών βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. Το χειρότερο δε από όλα είναι πως από την ψήφο τους εξαρτάται η μακροημέρευση μιας ασθενικής και ευάλωτης συγκυβέρνησης, η οποία έχει αναλάβει να μας βγάλει από τη βαθιά κρίση και χρεοκοπία.
Πάντως το άσχημο είναι ότι οι δύο κυβερνητικοί εταίροι δείχνουν να μην κατανοούν τις πραγματικές ανάγκες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Και οι δύο είναι δέσμιοι και υποχείρια των κοινοβουλευτικών τους ομάδων, η πλειονότητα των οποίων φαίνεται να προτάσσει τα προσωπικά και κομματικά συμφέροντα έναντι αυτών της χώρας.
Δεν αρκεί η πολιτική βούληση εκ μέρους των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου για να αντιμετωπιστούν επαρκώς οι αντικειμενικές ανάγκες. Χρειάζεται και η διασφάλιση των αντικειμενικών συνθηκών, οι οποίες δυστυχώς δεν υπάρχουν στο βαθμό που θα έπρεπε.
Το πολιτικό προσωπικό που έχει εναπομείνει στα δύο πρώην μεγάλα κόμματα εξουσίας υπολείπεται κατά πολύ. Δεν μπορεί να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις, προκειμένου η Ελλάδα να κερδίσει το στοίχημα της ανάταξής της. Γι’ αυτό και η επιστράτευση δυνάμεων εκτός των τειχών είναι εκ των ων ουκ άνευ.