Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης
23 Απριλίου 2017
Η επανεκκίνηση των συνομιλιών για το Κυπριακό δεν επιχειρείται με τους καλύτερους όρους. Το πρόσφατο ναυάγιο της Γενεύης και οι παρενέργειές του αναμφίβολα δυσχεραίνουν τις όποιες προσπάθειες καταβάλλονται. Εξ ου και οι προσδοκίες δεν είναι μεγάλες. Τα προβλήματα που ανέκυψαν δείχνουν τη διάσταση που υπάρχει μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε καίρια ζητήματα, καθώς και τη δυστοκία τους να υπερβούν παραδοσιακές προσεγγίσεις ως προς την επίλυση. Σε όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές υπάρχει αμηχανία για την έκβαση των νέων διαπραγματεύσεων. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία μετά το δημοψήφισμα θέτουν εύλογα ερωτήματα για το ποια αντανάκλαση θα έχουν στην Κύπρο.
Η αποκρυπτογράφηση όλων των παραμέτρων -θεατών και αθέατων- του εθνικού προβλήματος είναι απαραίτητη, προκειμένου να επιδιωχθεί η αναγκαία ανατοποθέτηση. Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι: Πρώτον, η απεξάρτηση από εθνικιστικές εμμονές και εθνοκεντρικές στρεβλώσεις. Δεύτερον, η αποδέσμευση της επιδιωκόμενης λύσης από διανεμητικές λογικές: Τι δώσαμε; Τι πήραμε; Τρίτον, η σύνδεση της επανένωσης με την παραγωγή νέας αξίας για όλους, Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους.
Η Κύπρος, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει τη δυνατότητα να αναλάβει πρωτοβουλίες, μετατρέποντας την επίλυση από εκκρεμότητα του παρελθόντος σε ζήτημα του παρόντος και του μέλλοντος. Οι μέχρι τώρα απόπειρες ήταν ετεροβαρείς. Περιορίζονταν στα ακανθώδη προβλήματα –στο εδαφικό, στις περιουσίες, στα στρατεύματα κατοχής, στους εποίκους-, αδυνατώντας να συνδέσει την αναζήτηση λύσης με τις νέες ανάγκες, τις νέες ευκαιρίες και προκλήσεις. Το γεγονός αυτό ανατροφοδοτούσε τη διάσταση απόψεων, όπως τις ενσαρκώνει και τις εκπροσωπεί η κάθε πλευρά. Το κυριότερο, συντηρούσε την καχυποψία, την αντιπαλότητα και τη μισαλλοδοξία.
Το κλίμα που καλλιεργήθηκε και εμπεδώθηκε εδώ και χρόνια, ευλόγως επηρέασε την κοινή γνώμη. Έτσι, υπήρξαν δύο τάσεις, δύο ομάδες. Η μία, των μεγαλύτερων σε ηλικία, ήθελε την επίλυση, αλλά ένιωθε ανασφαλής έναντι των Τούρκων και των Τουρκοκυπρίων, καθώς έζησε στα χρόνια του ’50 και του ’60 και είχε τραύματα από τον Αττίλα. Γι’ αυτούς η λύση σαφώς περνάει από την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την άρση κάθε απειλής, δηλαδή από το θέμα των εγγυήσεων. Η άλλη κατηγορία αφορά τους νεότερους ηλικιακά, οι οποίοι δεν βίωσαν τις περιπέτειες του Κυπριακού. Δεν έμαθαν να ζουν με τους Τουρκοκύπριους και δυσκολεύονται να κατανοήσουν γιατί αυτό πρέπει να γίνει τώρα. Το τουρκικό στρατιωτικό στοιχείο στα κατεχόμενα λειτουργεί βεβαίως επιβαρυντικά και στην περίπτωσή τους. Ωστόσο, η επανένωση μπορεί να τους κερδίσει μόνο αν συνδεθεί και με την περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη του νησιού. Ως εκ τούτου, η οποιαδήποτε προσπάθεια εξεύρεσης συμφωνίας οφείλει αφενός να δίνει απάντηση στην ανασφάλεια των μεγαλύτερων, αφετέρου να προσφέρει προοπτικές ευημερίας στους νεώτερους.
Το Κυπριακό προκλήθηκε ως μια σύγκρουση εθνοτικών στοιχείων –Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων. Πλέον είναι ένα πρόβλημα που για να ξεκλειδωθεί χρειάζονται κι άλλα κλειδιά. Πέραν εκείνων που σχετίζονται με τα μείζονα προβλήματα που προκάλεσε η διαίρεση και πρωτίστως η τουρκική κατοχή. Η διαλεκτική σύνδεση της επίτευξης ασφάλειας με την οικονομική ανάπτυξη απελευθερώνει θετική ενέργεια, καθιστώντας την επίλυση ζήτημα καίριας προτεραιότητας και για τις δύο πλευρές, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκυπρίους.
Το ζητούμενο δεν είναι ο συμβιβασμός σε μια παλιά και διατηρημένη μέχρι σήμερα εθνική εκκρεμότητα. Αλλά η εξεύρεση μιας φόρμουλας που θα ανοίγει διόδους για ένα καλύτερο, πιο ασφαλές και πιο δημιουργικό μέλλον. Η αναζήτηση πρόσθετης και νέας αξίας δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για τη διασφάλιση όλων των απαραίτητων προϋποθέσεων, προκειμένου ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα να βρει λύση.