Εφημερίδα Η Αξία
11 Φεβρουαρίου 2012
Τώρα που βρισκόμαστε στον αστερισμό του νέου μνημονίου, εύλογα τίθεται το ερώτημα: Ποιες θα είναι οι προοπτικές τα επόμενα χρόνια για τη χώρα και την οικονομία;
Το δίλημμα είναι υπαρκτό και δεν συνδέεται μόνο με την υλοποίηση το μνημονίου, αλλά και με την ανάγκη να θέσουμε τέλος στο αντιπαραγωγικό, αντιαναπτυξιακό και παρασιτικό μοντέλο που ακολούθησε η χώρα τα τελευταία σαράντα χρόνια. Σήμερα και οι πιο δύσπιστοι αντιλαμβάνονται πως το συγκεκριμένο μοντέλο έκανε τον κύκλο του και έχει κορεστεί, ότι μια χώρα που καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα παράγει δεν μπορεί να έχει ευοίωνες προοπτικές.
Δυστυχώς η εμπειρία των τελευτών δύο ετών, με τις πολιτικές να εστιάζουν στη αύξηση της φορολόγησης, στις πρόσθετες εισφορές και στα χαράτσια, δεν μας αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Στην πραγματικότητα, επί δύο χρόνια τώρα, η χώρα κινείται σε έναν φαύλο κύκλο δανεισμού, προκειμένου να καλύψει τις εκκρεμότητες προηγούμενων δανείων.
Φαίνεται πως και με το νέο μνημόνιο, οι πολιτικές θα κινηθούν στο ίδιο μήκος κύματος. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι εκκρεμότητες, τόσο του πρώτου μνημονίου όσο και του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, αφορούν τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις μεταρρυθμίσεις, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου.
Για τις εκκρεμότητες αυτές δεν έγινε τίποτα ούτε αναμένεται να προχωρήσει κάτι. Δεν έγινε καμία αποκρατικοποίηση, δεν άνοιξε κανένα κλειστό επάγγελμα, δεν προχώρησε στο ελάχιστο το ζήτημα της αξιοποίησης κρατικής περιουσίας, δεν έκλεισε κανένας άχρηστος δημόσιος οργανισμός.
Η πολιτική τάξη αναλώθηκε στο να χαϊδεύει τους ταξιτζήδες, τους φορτηγατζήδες, τους φαρμακοποιούς, τους δικηγόρους, δηλαδή όλες εκείνες τις επαγγελματικές ομάδες που δεν θέλουν να αντιληφθούν ότι η συντεχνιακή οργάνωση αποτελεί βαρίδιο για την κοινωνία και την οικονομία, συνιστά ανασχετικό παράγοντα για τον εξορθολογισμό και εκσυγχρονισμό της χώρας.
Χαρακτηριστικό του γεγονότος ότι οι υπάρχουσες πολιτικές ηγεσίες αποδεικνύονται πολύ κατώτερες των περιστάσεων ήταν το θέατρο του παραλόγου, που ανέβασαν οι αρχηγοί των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση στις συσκέψεις υπό τον Πρωθυπουργό με αφορμή το νέο μνημόνιο.
Προτάσσοντας το στενό προσωπικό και κομματικό τους συμφέρον, κατέφυγαν σε φθηνούς λαϊκισμούς, συναγωνιζόμενοι στην κοινωνική ευαισθησία και στα πατριωτικά αισθήματα. Δεν βλέπω βεβαίως να δείχνουν τον ίδιο ζήλο για τους ανέργους, για την απονέκρωση των παραγωγικών και οικονομικών δραστηριοτήτων που δημιούργησε η υφεσιακή πολιτική τους.
Κι ενώ η χώρα βρέθηκε τις τελευταίες μέρες στο πολιτικό κενό, οι πολιτικοί αρχηγοί, αλλά και τα κομματικά τους συστήματα, απέδειξαν για άλλη μια φορά ότι είναι αλλού, ότι αδυνατούν να συμφωνήσουν στα αυτονόητα, προτάσσοντας την ανάγκη μιας νέας οικονομικής στρατηγικής. Μιας αναπτυξιακής οικονομικής στρατηγικής που θα συμπληρώνει και θα διορθώνει τις αστοχίες, τις παραλείψεις και τις μονομέρειες των προγραμμάτων, τα οποία έχουμε δεσμευτεί να ακολουθήσουμε.
Αντί λοιπόν να τεθούν στο επίκεντρο των συζητήσεων οι αυτονόητες αναζητήσεις, προκειμένου να διαμορφωθούν οι κοινοί τόποι που θα ισχυροποιήσουν τη χώρα έναντι των εταίρων και πιστωτών, κυριάρχησαν οι διαρροές, οι αλληλοκατηγορίες, οι ανούσιοι ανταγωνισμοί και οι εκτός τόπου και χρόνου προτάσεις.
Είδαμε τον επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ να καταφεύγει σε αριστερόστροφες πολιτικές, ξεχνώντας ότι αυτός έφερε το ΔΝΤ στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Παρακολουθήσαμε τον συμπολιτευόμενο αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας να αντιπολιτεύεται, κηρύσσοντας την έναρξη του προεκλογικού αγώνα πριν οριστικοποιηθούν οι εκκρεμότητες του PSI και της νέας δανειακής σύμβασης. Και βεβαίως «θαυμάσαμε» τον τρίτο κυβερνητικό εταίρο, τον αρχηγό του ΛΑΟΣ, εν μέσω ποιητικού οίστρου να συνομιλεί με την ιστορία, ζητώντας από τους βουλευτές του να καταψηφίσουν το νέο μνημόνιο.
Το συμπέρασμα μπορεί να συνοψισθεί στο εξής: Παρά τα έντεκα χρόνια που έχουν περάσει από την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την υιοθέτηση του ευρώ, το πολιτικό σύστημα φαίνεται να ζει ακόμη στον κόσμο της δραχμής.
Γι’ αυτό δεν μπορεί να εναρμονιστεί με τις ευρωπαϊκές διεργασίες και εξελίξεις. Γι’ αυτό δεν μπορεί να διαπραγματευτεί τίποτα. Υιοθετεί τις όποιες πολιτικές του εισηγούνται και με κουτοπονηριά προσπαθεί να αποφύγει την υλοποίησή τους.
Το υπάρχον κομματικό σύστημα είναι ανήμπορο να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις ανάγκες και απαιτήσεις. Παραμένει δέσμιο συντεχνιακών συμφερόντων, θέλοντας να εξυπηρετήσει τους κομματικούς του πελάτες.
Ζώντας σε ένα καθεστώς αμηχανίας, αδράνειας και απραξίας, αδυνατεί να εκπέμψει ένα σοβαρό πολιτικό μήνυμα. Δεν μπορεί να επεξεργαστεί και να υπηρετήσει ένα στοιχειώδες σχέδιο για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και της οικονομίας.
Συνεπώς, όσο η χώρα παραμένει μπλοκαρισμένη στις κοντόφθαλμες επιλογές αυτού του πολιτικού συστήματος, τόσο θα αναπαράγεται ο φαύλος κύκλος της αδιέξοδης και αναποτελεσματικής πολιτικής. Με τους βερμπαλισμούς και τους φορμαλισμούς του παρελθόντος δεν μπορούμε να δώσουμε μια αξιόπιστη και φερέγγυα απάντηση στην κρίση.
Μόνο με μια ρεαλιστική προσέγγιση στα καίρια ζητήματα και με πραγματισμό, μπορούν να αναζητηθούν οι πολιτικές εκείνες που θα αντισταθμίζουν τις δυσμενείς συνέπειες της ύφεσης, δημιουργώντας βήμα βήμα τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες προκειμένου να αναταχθεί η ελληνική οικονομία και η χώρα. Αν επιμείνουμε στις ιδεοληψίες και στους λαϊκισμούς, το μόνο που θα πετύχουμε είναι η αναπαραγωγή των σημερινών αδιεξόδων.
Η εναρμόνιση της χώρας μας με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο έχει ως βασική προϋπόθεση την ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, υπερβαίνοντας την παραδοσιακή πολιτική γεωγραφία.