Του Γιώργου Πανταγιά
Η πρόωρη εκλογολογία είναι μια συνήθης πολιτική άσκηση. Ουσιαστικά, σχεδόν όλοι επιδίδονται σ’ αυτή. Η πλειονότητα της εγχώριας κομματικής τάξης, οι διάφοροι δημοσιολογούντες και βέβαια αρκετοί εκπρόσωποι των ΜΜΕ. Καλά λοιπόν κρατεί, αυτή η πρακτική. Άλλωστε δεν προϋποθέτει ιδιαίτερες απαιτήσεις. Ούτε εδράζεται σε κάποιες πολιτικές αρχές και αξίες. Περισσότερο είναι ένα ανούσιο παιχνίδι ιδιοτελών, ακόμη και ευτελών σκοπιμοτήτων και ανομολόγητων επιδιώξεων.
Οι εκλογολογούντες υποκινούνται από έναν άκαιρο ανταγωνισμό, αδιαφορώντας για τα μείζονα προβλήματα της χώρας και της οικονομίας. Πρωταρχικό μέλημά τους είναι η εξυπηρέτηση πολιτικών, κομματικών και προσωπικών συμφερόντων. Με άλλα λόγια η θέσπιση της τετραετούς θητείας μιας κυβέρνησης, αθετείται εμπράκτως.
Έτσι συχνά διαπιστώνουμε ότι συμπολίτευση και αντιπολίτευση, προτάσσουν τις πρόωρες εκλογές για διαφορετικούς λόγους η κάθε πλευρά. Η μεν πρώτη όταν εκτιμά ότι το πολιτικό κλίμα ευνοεί την εκ νέου επικράτησή της. Η δε δεύτερη χρησιμοποιεί το όπλο της προσφυγής στην κάλπη, θέλοντας να δείξει ότι ο αντίπαλός της αντιμετωπίζει τη φθορά και την αμφισβήτηση.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο όπως αποκαλύπτεται, είναι κυρίαρχη η επιθυμία για εκλογική αναμέτρηση το ερχόμενο φθινόπωρο. Την τελευταία περίοδο υπουργοί, βουλευτές, κομματικοί αξιωματούχοι θεωρούν ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να αποσπάσουν ξανά την πλειοψηφία.
Μάλιστα βλέποντας τις δημοσκοπήσεις πιστεύουν πως η υπεροχή της ΝΔ και η ανθεκτικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη, τους παρέχουν την ευκαιρία να δώσουν τη μάχη από πλεονεκτική θέση. Κι’ αυτό γιατί φοβούνται την περαιτέρω κάμψη της επιρροής τους και κυρίως τις επιπτώσεις του διογκούμενου κύματος ακρίβειας στο κοινωνικό σώμα.
Επιπροσθέτως αξιοπρόσεχτο είναι ότι το κυβερνητικό έργο έχει ατονήσει. Η μεταρρυθμιστική αδράνεια είναι ορατή. Οι πάντες πλέον πολιτεύονται με το βλέμμα στραμμένο στους εκλογείς, ακολουθώντας την προσφιλή μέθοδο της ψηφοθηρίας. Οι πρωθυπουργικές διακηρύξεις ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας καθίσταται εκ των πραγμάτων αίολες.
Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε από τις υπόγειες διεργασίες που συντελούνται στο χώρο της συμπολίτευσης, είναι ότι οι επιδιώξεις των στελεχών της για επίσπευση των εκλογών, βρίσκονται σε κατάφωρη αντίθεση με την ευρύτερη κοινή γνώμη. Η διάσταση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει ότι ένα κομματικό κατεστημένο, εγκλωβισμένο στον μικρόκοσμό του και στις προσωπικές φιλοδοξίες, αδιαφορεί για την εκφρασμένη βούληση των πολιτών.
Και όλα αυτά την ώρα που οι γεωπολιτικές εξελίξεις, ο τουρκικός παροξυσμός, οι ασφυκτικές πιέσεις στην οικονομία συνθέτουν ένα πολιτικό περιβάλλον με δυσοίωνες προοπτικές. Παρόλα αυτά φαίνεται να επικρατούν κοντόφθαλμες εκλογικές σκοπιμότητες οι οποίες αντιστρατεύονται την πολιτική σταθερότητα. Σε κρίσιμες περιόδους η αξία και η σημασία της είναι ανεκτίμητες. Εξ ου και σωστά την επικαλείται κατά καιρούς ο Πρωθυπουργός.
Εντούτοις οι πρόωρες εκλογές είναι ασύμβατες με τη σταθερότητα. Δικαιολογούνται μόνο όταν αποδεδειγμένα υπάρχει κρίση νομιμοποίησης της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας. Κάτι τέτοιο δε φαίνεται να συμβαίνει σήμερα.
Από την άλλη η αντιπολίτευση κινούμενη και αυτή με στενά κομματικά κριτήρια, υιοθετεί χωρίς καμμιά περίσκεψη την επίσπευση της εκλογικής αναμέτρησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ που πρώτος άνοιξε το χορό, επιχειρεί να καλύψει τη δημοσκοπική του στασιμότητα, την αδυναμία προσέλκυσης ψηφοφόρων απ’ τον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς. Και πρωτίστως την κρίση εμπιστοσύνης με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος, μετά την αποδοκιμασία της διακυβέρνησής του.
Ο Αλέξης Τσίπρας μολονότι γνωρίζει ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν τον ευνοούν, καταφεύγει στην εκλογολογία για να συσπειρώσει τις κομματικές του δυνάμεις, τονώνοντας και το πεσμένο ηθικό τους. Εξάλλου δεν έχει πάψει να πιστεύει στη θαυματουργή απλή αναλογική.
Το ΠΑΣΟΚ είναι και αυτό σε προεκλογικό πυρετό, θέλοντας να αξιοποιήσει την ευφορία που δημιούργησε η ανάδειξη της νέας ηγεσίας του. Ο Νίκος Ανδρουλάκης επενδύει στο θετικό κλίμα και στις καλές δημοσκοπικές του επιδόσεις, γνωρίζοντας ότι οι πρόωρες εκλογές εξυπηρετούν τις επιδιώξεις του κόμματός του. Ωστόσο τα σκληρά μετεκλογικά διλήμματα για τη διακυβέρνηση του τόπου θα τα βρει μπροστά του, όποτε και αν στηθούν οι κάλπες.
Πάντως το βέβαιο είναι, ότι όποιες και αν είναι οι προθέσεις και οι βλέψεις κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων, η εκλογολογία δεν παύει να είναι ένα στρατήγημα ιδιωφέλειας.