Γιώργος Καρελιάς
Protagon.gr, 16/12/2017
Ο Προϋπολογισμός, που θα ψηφιστεί σε λίγες μέρες, (θα) είναι ο πιο ήσυχος της μνημονιακής εποχής. Η περίφημη αξιολόγηση έχει κλείσει, δύσκολα μέτρα δεν υπάρχουν για να ψηφιστούν. Ετσι, δεν υπάρχει ιδιαίτερο άγχος στο κυβερνητικό στρατόπεδο και οι βουλευτές του θα περάσουν τις πιο ήσυχες γιορτές. Η πολιτική ζωή φαίνεται ότι αρχίζει να μπαίνει σε μια περίοδο «κανονικότητας», που θα μπορούσε να θυμίζει το 2014. Μόνο που τότε έπεσε η κυβέρνηση εξαιτίας της (μη) εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ σήμερα τέτοιο εμπόδιο δεν υπάρχει.
Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι αρχίζει να ξεκαθαρίζει κάπως και το δημοσκοπικό τοπίο, γεγονός που θα παίξει οπωσδήποτε ρόλο στη συνέχεια, καθώς από αυτό θα εξαρτηθεί η απόφαση που θα πάρει, εκεί προς το καλοκαίρι, ο Αλέξης Τσίπρας σχετικά με την, πρόωρη ή μη, προσφυγή στις κάλπες. Το τοπίο αυτό περιγράφεται ως εξής: η ΝΔ προηγείται σταθερά και με σημαντική διαφορά, ο ΣΥΡΙΖΑ συσπειρώνεται και ανακάμπτει και ένα τρίτο κόμμα, το Κίνημα Αλλαγής (ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι κτλ) διεκδικεί να μπει ανάμεσά τους ως υπολογίσιμη σφήνα (περισσότερα εδώ).
Κι ενώ τα δεδομένα για τα δύο μεγαλύτερα κόμματα είναι πάνω κάτω γνωστά, το τρίτο κόμμα είναι ακόμα ο «άγνωστος Χ». Είναι ο κρίσιμος παράγοντας για την οριστική διαμόρφωση του πολιτικού τοπίου, που μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τα σχέδια των άλλων δύο, αλλά και τον σχηματισμό της μετεκλογικής κυβέρνησης. Μέχρι στιγμής το Κίνημα Αλλαγής καταγράφει σημαντική άνοδο στις δημοσκοπήσεις (κοντά στο 12% στην τελευταία της MRB), αλλά όχι τέτοια που να οδηγεί σε ανατροπή των υφιστάμενων συσχετισμών.
Ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ στον ΣΥΡΙΖΑ ανησυχούν εμφανώς για την εξέλιξη αυτή. Η ανησυχία τους υπήρχε εξαρχής, γι’ αυτό και είχαν επιχειρήσει να απαξιώσουν τη διαδικασία για την εκλογή του αρχηγού του. Απέτυχαν εξαιτίας της μεγάλης συμμετοχής και της ομαλής μετεκλογικής συνέχειας, καθώς φαίνεται ότι τα ηγετικά στελέχη του υπό διαμόρφωση νέου κόμματος έχουν βρει πεδίο συνεννόησης. Ετσι, τώρα ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ έχουν δύο εναλλακτικές. Είτε να επιδιώξουν να το ρυμουλκήσουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ είτε να το απαξιώσουν ως «δεκανίκι του Μητσοτάκη».
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που δεν θέλουν ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ είναι να ισχυροποιηθεί το κόμμα αυτό, ως υπολογίσιμος αυτόνομος παίκτης, στο χώρο της Κεντροαριστεράς, αφού έχουν ως βασικό στόχο να εξακολουθήσει να τον νέμεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Η λέξη «αυτονομία» αποτυπώνει, λοιπόν, αυτό που έχει να κάνει το επόμενο διάστημα το τρίτο κόμμα, αν θέλει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Και εν προκειμένω αυτονομία σημαίνει δύο τινά:
– Σταθερό αντιπολιτευτικό μέτωπο έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτον, επειδή αποδίδει εκλογικά, καθώς τα δύο κόμματα είναι ευθέως ανταγωνιστικά. Η μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προέρχεται από τον πάλαι ποτέ κραταιό χώρο του ΠΑΣΟΚ. Και, δεύτερον, επειδή οποιαδήποτε άλλη στάση θα διέλυε το νέο κόμμα εις τα εξ ων συνετέθη.
– Εξίσου σταθερή διαφοροποίηση από την ΝΔ. Μόνον έτσι το νέο κόμμα μπορεί να γίνει υποδοχέας των ψηφοφόρων που απομακρύνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεδομένου ότι οι ψηφοφόροι αυτοί, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, δεν θα κατευθυνθούν στην κάλπη της ΝΔ, το Κίνημα Αλλαγής αποτελεί δυνητικά το τρίτο κόμμα που θα μπορούσε να τους προελκύσει. Το πώς και το γιατί δεν είναι του παρόντος.
Κάπως έτσι διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό στο τέλος του 2017 και δεν αναμένεται σημαντική διαφοροποίηση τους πρώτους μήνες του 2018, αν η διαφαινόμενη σήμερα οικονομική σταθεροποίηση δεν ανατραπεί από κάτι απρόβλεπτο. Τις επιδόσεις του τρίτου κόμματος θα παρακολουθούν στενά ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ, καθώς από αυτές θα εξαρτηθούν οι αποφάσεις τους για το χρόνο των εκλογών.
Πρώτος στόχος του κ. Τσίπρα είναι να αποτρέψει την αυτοδυναμία της ΝΔ, δεδομένου ότι, με τα σημερινά δεδομένα, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει από απίθανη έως ανέφικτη. Δεύτερος στόχος του είναι να καθηλώσει το Κίνημα Αλλαγής σε χαμηλά ποσοστά. Αν το καταφέρει, θα πετύχει να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ το κυρίαρχο κόμμα στο χώρο της Κεντροαριστεράς και ισχυρός παίκτης στο μετεκλογικό τοπίο.
Είναι, λοιπόν, ολοφάνερο πόσο καθοριστικός μπορεί να αποδειχθεί ο ρόλος του τρίτου κόμματος τόσο στο προεκλογικό μπρα ντε φερ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, Τσίπρα και Μητσοτάκη, όσο και στις μετεκλογικές εξελίξεις.