Εφημερίδα Η Αξία
02 Νοεμβρίου 2013
Έκδηλη ήταν η αμηχανία που προκάλεσε η κίνηση των 58 στο ΠΑΣΟΚ και στη ΔΗΜΑΡ. Στην πραγματικότητα η πρωτοβουλία αυτή αφύπνισε τον εν υπνώσει κομματικό τους πατριωτισμό. Και τα δύο σχήματα διεκδικούν για τον εαυτό τους την κυριότητα του χώρου της Κεντροαριστεράς.
Παρά τις δραματικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στη χώρα μας, δεν φαίνεται να έχουν απεξαρτηθεί ακόμη από τις αυταρέσκειες και τις μονομέρειες του παρελθόντος, ούτε από τις λογικές του ηγεμονισμού και των αποκλεισμών. Αποξενωμένα από τις ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, υπηρετούν με συνέπεια την κομματοκρατία.
Παραμένοντας δέσμια ξεπερασμένων φορμαλισμών, δεν έχουν τη δυνατότητα να προβούν στις απαραίτητες πολιτικοϊδεολογικές αναπροσαρμογές ούτε να αρθρώσουν εναλλακτική πρόταση για τα νέα και οξυμένα προβλήματα της μνημονιακής Ελλάδας.
Ως οργανικά στοιχεία του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος, τα δύο κόμματα αντικειμενικά δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως φορείς του νέου. Η πολιτική αρτηριοσκλήρωση που τα χαρακτηρίζει ανακόπτει την όποια προωθητική δύναμη θα μπορούσαν να έχουν. Παράλληλα, ζώντας μέσα στις πολιτικές τους φαντασιώσεις αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν την Κεντροαριστερά είτε ως ιδιοκτήτες, είτε ως οικοπεδοφάγοι. Μ’ αυτή την αντίληψη είναι γαλουχημένη η πλειονότητα του στελεχιακού δυναμικό τους.
Ταυτόχρονα, το ΠΑΣΟΚ μετά την καταβαράθρωση και την αποσύνθεσή του βρίσκεται αντιμέτωπο με μια οξεία υπαρξιακή κρίση. Έχοντας απολέσει τον επί δεκαετίες πρωταγωνιστικό του ρόλο και την πολυσυλλεκτικότητά του, δεν μπορεί να αντλήσει από τη μεγάλη δεξαμενή της Κεντροαριστεράς και να συνθέσει αποτελεσματικά τις διαφορετικές εκφράσεις της. Η ΔΗΜΑΡ από την άλλη, με τις αμφισημίες και τις δισυπόστατες πολιτικές της, παραμένει ένα ιδεοληπτικό σχήμα μειωμένης εμβέλειας.
Ως εκ τούτου, η Κεντροαριστερά παραμένει κατακερματισμένη. Δεν συνιστά πλέον έναν χώρο με κοινά πολιτικά χαρακτηριστικά. Οι δυνάμεις της έχουν διασκορπιστεί σε όλο το πολιτικό φάσμα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ανασύνθεσή της δεν περνά μέσα από τη συμπόρευση του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ ούτε μπορεί να επιτευχθεί με τον συγκερασμό διαφορετικών πολιτικών. Επιπλέον, οι κομματικοί ανταγωνισμοί, η πανσπερμία απόψεων, σε συνδυασμό και με τους υπερχειλίζοντες προσωπικούς εγωισμούς, αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα.
Οι 58, αν και αντιλαμβάνονται τα προβλήματα αυτά, αποφεύγουν για λόγους ευνόητους να τα θίξουν με καθαρό και σαφή τρόπο. Περισσότερο λειτουργούν αφαιρετικά, προτάσσοντας την ανάγκη σύγκλισης. Όμως οι τροχιές στις οποίες κινούνται οι ηγεσίες των δύο κομμάτων κάθε άλλο παρά σε συγκλίσεις οδηγούν. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος φλερτάρει ανοιχτά με την ιδέα της συμπόρευσης, με απώτερο σκοπό να βάλει το ΠΑΣΟΚ σε μια πορεία επανεκκίνησης, ο Φώτης Κουβέλης επιδεικνύει αυτιστική συμπεριφορά. Το ζήτημα όμως των στρατηγικών αποκλίσεων είναι υπαρκτό και δεν αντιμετωπίζεται με ευχολόγια και καλές προθέσεις.
Παράλληλα, η κίνηση των κεντροαριστερών, την οποία στηρίζουν αξιόλογες προσωπικότητες του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, θέτει επί τάπητος το ζήτημα της ανασύνθεσης της Κεντροαριστεράς, αναγνωρίζοντας το κενό πολιτικής έκφρασης. Ωστόσο, η πρωτοβουλία τους θα καταστεί ατελέσφορη αν εγκλωβιστεί σε μια λογική ενδιάμεσου μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ.
Το ζητούμενο είναι να λειτουργήσει –και έχει τη δυνατότητα να το κάνει- ως πολιτικό εργαστήρι για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και της οικονομίας, αναζητώντας ένα νέο υπόδειγμα, απαλλαγμένο από τους παλιούς φορμαλισμούς και τις ιδεοληψίες που διαπερνούν τους δύο κομματικούς σχηματισμούς. Ταυτόχρονα μπορεί να πυροδοτήσει μια ουσιαστική συζήτηση με δυνάμεις εκτός ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, θέτοντας στο επίκεντρό της τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική της Ελλάδας. Το ζήτημα αυτό είναι περισσότερο από επίκαιρο και συνδέεται ευθέως και με εκείνο των συμμαχιών και της διακυβέρνησης, για τα οποία οι 58 δεν διατυπώνουν καθαρή και σαφή θέση.
Οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς χρειάζονται μια νέα στρατηγική πρόταση για τα μεγάλα σύγχρονα διακυβεύματα. Ο απλουστευτικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον νέο, «μικρό», όπως τον αποκαλούν, δικομματισμό της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο ενέχει στοιχεία αφορισμού, παρά απαντά στο καίριο ερώτημα των συμμαχιών.
Η ανασύνθεση της Κεντροαριστεράς υπερβαίνει κατά πολύ το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Ή θα υπάρξει ως αυτοτελές εγχείρημα, ή θα χαθεί στις μυλόπετρες της κομματοκρατίας. Το ένστικτο της πολιτικής αυτοσυντήρησης είναι έντονο και στα δύο αποκαλούμενα κεντροαριστερά κόμματα. Ο φόβος της αλλαγής είναι υπαρκτός και μεγάλος. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μπορεί να εμφανίζεται ανοιχτή στην αναζήτηση κοινών προσεγγίσεων, ένας σημαντικός όμως αριθμός στελεχών και μελών προβάλλει σοβαρές ενστάσεις και διαφωνίες. Παράλληλα, η απόλυτη άρνηση του κ. Κουβέλη και η περιχαράκωση της ΔΗΜΑΡ στον μικρόκοσμό της, αποδεικνύουν το δύσκολο του εγχειρήματος.
Πάντως το σίγουρο είναι ότι η περίοδος που διανύουμε είναι μεταβατική. Τα υπάρχοντα κεντροαριστερά κόμματα αποπνέουν παρελθόν. Δεν μπορούν να είναι φορείς μιας νέας μεταρρυθμιστικής και εκσυγχρονιστικής Κεντροαριστεράς. Η θεμελίωσή της αναγκαστικά δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει εκ του μηδενός.