Χρήστος Ροζάκης*
Η Καθημερινή, 05/01/2021
Οι διερευνητικές συνομιλίες έλκουν την καταγωγή από μια ιδέα της κυβέρνησης Σημίτη, που στην προσπάθειά της να ξεκινήσουν συνομιλίες με την Τουρκία, την επομένη της απόφασης του Συμβουλίου Κορυφής του Ελσίνκι (1999), χωρίς να παραβιαστεί ο παπανδρεϊκός όρος της μιας και μοναδικής διαφοράς με τη γείτονα, της πρότεινε αυτή την εύκαμπτη και μη δεσμευτική μέθοδο διαλόγου. Εκτοτε οι διερευνητικές αποτέλεσαν τη μοναδική μέθοδο αντιμετώπισης όλων των ζητημάτων που κατά καιρούς είχε προβάλει η Τουρκία («γκρίζες ζώνες», αποστρατιωτικοποίηση, αιγιαλίτιδα, εθνικός εναέριος χώρος), με αυξομειούμενη ένταση και αποτελεσματικότητα, ανάλογα με τις κυβερνήσεις που κρατούσαν τα ηνία των δύο χωρών. Πάντως, από το 2010 ώς το 2016, με κύριο εκπρόσωπο της Ελλάδας τον πρέσβη ε.τ. κ. Παύλο Αποστολίδη, επιτελέστηκε θεαματική πρόοδος, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η ύλη των συζητήσεων σε ένα θέμα: την αιγιαλίτιδα ζώνη στο Αιγαίο.
Το 2016 έγινε η τελευταία συνάντηση των διερευνητικών. Με αφορμή την τοποθέτηση του κυρίως εκπροσώπου ως μόνιμου αντιπροσώπου στον ΟΗΕ, πρέσβη κ. Σινιρλίογλου, η Τουρκία ούτε διόρισε νέο εκπρόσωπο ούτε προσκάλεσε την Ελλάδα στην Κωνσταντινούπολη για έναν νέο γύρο, παρά το γεγονός ότι ήταν η σειρά της να ζητήσει τη σύγκλιση των επαφών. Ετσι, για τέσσερα χρόνια υπήρξε «σιγή ασυρμάτου», τα αποτελέσματα του οποίου μπορούμε να τα διακριβώσουμε μέσα από τη δυσχέρανση των σχέσεων.
Πράγματι, οι διερευνητικές δεν είχαν ως αποκλειστικό στόχο την επίλυση των εκκρεμών περιφερειακών προβλημάτων. Αυτός ήταν ο κύριος στόχος τους. Παράλληλα, όμως, άρρητα είχε τηρηθεί ο όρος του διεθνούς δικαίου για τις διαπραγματεύσεις, ότι όσο διαρκούν οι συζητήσεις δεν θα υπάρχουν εκατέρωθεν ερεθισμοί που να μολύνουν το διαπραγματευτικό περιβάλλον. Πράγμα που είχε τηρηθεί από την Τουρκία, με μόνες εξαιρέσεις τις περιορισμένες παραβιάσεις του εναερίου χώρου μας και τις παραβιάσεις του FIR. Tαυτόχρονα, η ύπαρξη των επαφών χρησίμευσε ως ένα μοναδικό έρεισμα για την αποφυγή επεισοδίων, αφού πολλές φορές θέματα που απασχολούσαν τις δύο χώρες ήρθαν στο θεσμοποιημένο αυτό όργανο και επιλύθηκαν ad hoc. Και με αυτόν τον τρόπο αποφεύγονταν μια επιδείνωση των σχέσεων και, πιθανόν, ένα σοβαρό επεισόδιο.
Σήμερα η αναγκαιότητα επανέναρξής τους είναι περισσότερο από εμφανής. Μετά τη συσσωρευμένη εμπειρία των τελευταίων δραματικών στιγμών, που η Τουρκία, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο, είχε προχωρήσει σε έρευνες στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολικής Μεσογείου, ήρθε η λύτρωση από αυτόν τον βραχνά, με την απόσυρση του ερευνητικού σκάφους και τη χρήση του για έρευνες σε μη αμφισβητούμενα νερά, τουλάχιστον για ένα εξάμηνο. Αυτό το δεδομένο αίρει τις αντιρρήσεις της Ελλάδας για επανέναρξη των διερευνητικών, που είχαν επικεντρωθεί στο αίτημα μιας επανέναρξης που δεν συμβαίνει υπό το καθεστώς απειλής βίας. Πράγματι, η παρουσία του ερευνητικού πλοίου, με τη συνοδεία πολεμικών πλοίων, αποτελούσε μια απειλή κατά του ελληνικού κράτους. Και η κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να ξεκινήσει διερευνητικές κάτω από τέτοιους δυσμενείς οιωνούς.
Το πρόβλημα που τώρα γεννιέται είναι το εύρος του αντικειμένου των συνομιλιών. Η Τουρκία επιθυμεί να υπάρχει ανοιχτή και χωρίς όρους ατζέντα, ενώ η Ελλάδα επιδιώκει το εύρος των διερευνητικών να περιορίζεται στη μόνη αποδεκτή διαφορά, των δύο θαλασσίων ζωνών, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Στην ουσία η Ελλάδα προτιμάει να συζητηθούν θέματα τα οποία ανήκουν στην κυρίως διαπραγμάτευση που θα ακολουθήσει των διερευνητικών. Αυτό θυμίζει την εντολή που έλαβε η ελληνική ομάδα από τον τότε υπουργό Εξωτερικών κ. Ευ. Βενιζέλο, στα χρόνια της υπουργίας του, να τροποποιήσει τη θεματική των διερευνητικών και να αρχίσει συζητήσεις επί των αρχών της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Τότε, πράγματι, ξεκίνησε μια συζήτηση για τις αρχές οριοθέτησης, που διήρκεσε ώς την κυβερνητική αλλαγή, όπου ο νέος υπουργός Εξωτερικών κ. Ν. Κοτζιάς προτίμησε την επιστροφή στην παλαιά προσέγγιση, κι έτσι οι συνομιλίες επέστρεψαν στο παραδοσιακή γραμμή της διερεύνησης της αιγιαλίτιδας. Αναφορικά με το αίτημα της ανοιχτής ατζέντας που προτείνει η Τουρκία, πρέπει να ειπωθεί ότι αυτή είχε απορριφθεί σε προηγούμενο στάδιο των διερευνητικών κι ότι το μόνο θέμα που παρέμενε στο τραπέζι ήταν το ζήτημα του εύρους της αιγιαλίτιδας στο Αιγαίο.
Αν λοιπόν τα δύο κράτη επιθυμούν την επανέναρξη, η μόνη λογική οδός για να την πετύχουν είναι να ξεκινήσουν από το σημείο που διακόπηκαν το 2016. Να συνεχιστεί, δηλ., η συζήτηση για την αιγιαλίτιδα του Αιγαίου και να συμφωνηθεί το εύρος της. Γνωρίζω πως αυτό θα φανεί μια ανορθόδοξη λύση για τους λάτρεις των 12 ν.μ. και γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι δεν μπορεί η Ελλάδα να συζητάει θέματα κυριαρχίας κι ένα δικαίωμά της που μπορεί να ασκήσει μονομερώς. Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να ασκήσει μονομερώς την επέκταση ώς τα 12 ν.μ. (το ανώτατο επιτρεπόμενο από το διεθνές δίκαιο όριο), χωρίς να λαμβάνει υπόψη της ενστάσεις τρίτων χωρών στο θέμα αυτό. Αλλά να λάβουμε υπόψη μας ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο μεταβάλλει το πέλαγος αυτό σε κλειστή ελληνική λίμνη που απαγορεύει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά και σε όλους τους πολυπληθείς χρήστες της θάλασσας αυτής, οι οποίοι έχουν προορισμό τον Εύξεινο Πόντο ή προέρχονται από αυτόν. Και λέω πολυπληθείς γιατί σε αυτές τις χώρες περιλαμβάνονται όλες οι παρευξείνιες, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας. Η οποία είπε διά στόματος του υπουργού Εξωτερικών, στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα –αφού προηγουμένως διατράνωσε την πεποίθησή του ότι όλα τα κράτη δικαιούνται 12 ν.μ. αιγιαλίτιδας–, ότι στο Αιγαίο πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των τρίτων κρατών. Και, βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν στρατηγικού χαρακτήρα συμφέροντα στον Εύξεινο, που το δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης δεν επαρκεί για να τα ικανοποιήσει.
Πράγματι, οι εγγυήσεις της «αβλαβούς διέλευσης» που ισχύει στην αιγιαλίτιδα δεν είναι τόσο ικανοποιητικές ώστε να άρουν τις ενστάσεις των κρατών αυτών. Τόσο, γιατί απέναντι στο δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας που ισχύει στην περίπτωση της ανοιχτής θάλασσας (και το Αιγαίο σήμερα έχει αρκετά τμήματα ανοιχτής θάλασσας), ο θεσμός της αβλαβούς διέλευσης, που αναγκάζει το αλλοδαπό πλοίο να διαπλεύσει την αιγιαλίτιδα υπό όρους και υπό την άγρυπνη δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους, δεν μπορεί να ικανοποιεί καμία χώρα της οποίας τα πλοία διαπλέουν το Αιγαίο. Πόσο μάλλον αφού σε περίοδο πολέμου, που η Ελλάδα είναι εμπλεγμένη, διατηρεί το δικαίωμα διακοπής της αβλαβούς διέλευσης.
Σε προηγούμενα στάδια των διερευνητικών η Τουρκία είχε δεχτεί τα 12 ν.μ. για τα ελληνικά ηπειρωτικά εδάφη και μια διαφοροποιημένη αιγιαλίτιδα για τα νησιά. Δυστυχώς, από τη θέση αυτή, που προμήνυε λύση του γόρδιου δεσμού, υπαναχώρησε σε μεταγενέστερο στάδιο. Η ελληνική θέση στις επικείμενες διερευνητικές, αν υιοθετηθεί η λύση της συζήτησης της αιγιαλίτιδας, θα πρέπει να είναι ανάλογη της τότε επιτυχούς διαπραγμάτευσης: 12 ν.μ. στην ηπειρωτική Ελλάδα και 10 ν.μ. στα νησιά (ώστε να μην επηρεαστεί ο υπερκείμενος εθνικός εναέριος χώρος), με την εξαίρεση της νότιας περιοχής ανάμεσα στις Κυκλάδες και στα Δωδεκάνησα, όπου λόγω της στενότητας της θαλάσσιας περιοχής πρέπει να υπάρξει διαφοροποίηση για χάρη της διεθνούς ναυσιπλοΐας. Αυτή είναι η φιλοδοξία μας, που μπορεί να γίνει πραγματικότητα με κατάλληλους χειρισμούς.
_______________________________
* Ο κ. Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.