Τάσος Γιαννίτσης
Η Καθημερινή, 13/06/2021
Τα 40 χρόνια ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν δύο θεσμικά και προσωπικά ορόσημα: το 1981, οπότε ο Κων. Καραμανλής πέτυχε την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε., και το 2001, οπότε ο Κων. Σημίτης πέτυχε την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Ενα πρόσθετο ορόσημο ήταν και η ένταξη της Κύπρου, το 2004. Και οι δύο πρωταγωνιστές ξεκίνησαν με δύο παρεμφερείς υποθέσεις. Ο πρώτος ότι γεωπολιτικά η ένταξη παρείχε στη χώρα ένα σοβαρό πλεονέκτημα απέναντι στην Τουρκία και ότι παρά το χάσμα στο οικονομικό πεδίο, «οι Ελληνες θα μάθουν να κολυμπούν». Ο δεύτερος ότι η ένταξη στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. -την ΟΝΕ- εξασφάλιζε γεωπολιτικά τη χώρα και ότι οι «κανόνες παιχνιδιού» της ΟΝΕ θα οδηγούσαν σε μια σταθεροποιημένη πορεία χωρίς επιστροφή στις οικονομικές ανισορροπίες των προηγούμενων δεκαετιών. Και οι δύο επιβεβαιώθηκαν στο πολιτικό, αλλά -εν μέρει- διαψεύστηκαν στο οικονομικό σκέλος. Γενικά, ο οικονομικός απολογισμός των 40 ετών περιλαμβάνει θετικά και προβληματικά σημεία, καθώς η χώρα σε διάφορες περιπτώσεις άφησε να χαθούν ευκαιρίες, κινήθηκε παθητικά ή παρέμεινε αδρανής, αφήνοντας προβλήματα να επιδεινωθούν αντί να τα αποτρέψει έγκαιρα. Ας μην ξεχνάμε ότι για αρκετά χρόνια η Ελλάδα αποτελούσε το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης και για κάποια άλλα θεωρούνταν μέλος των PIGS.
Η ένταξη στην Ε.Ε., ήδη πριν συντελεστεί, συνδέθηκε με μια μεγάλη αμφισβήτηση ως προς τις οικονομικές επιπτώσεις και εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο παράδοξο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η αμφισβήτηση αφορούσε τις πιθανές επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών, τη βιομηχανία, την απασχόληση, γενικά την ικανότητα της χώρας να τα βγάλει πέρα σε ένα περιβάλλον ισχυρών οικονομιών και πρωτόγνωρα ανοικτών αγορών. Σαράντα χρόνια αργότερα, θα μπορούσα να πω ότι η κριτική της εποχής της ένταξης δικαιώθηκε σε πολλά σημεία, αλλά με τρόπο που δεν έχει νόημα να συναγάγει κανείς ούτε αρνητικά ούτε κατηγορηματικά συμπεράσματα. Από τη μια πλευρά, μετά το 1981 η αποβιομηχάνιση εντάθηκε, πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν, η εισαγωγική διείσδυση διογκώθηκε σημαντικά, εξαγωγές και ανταγωνιστικότητα αποτελούν πάντα την αδύναμη πλευρά της οικονομίας, η ανεργία δεν μπορεί να συμπιεσθεί. Ολα αυτά δεν ήταν αποτέλεσμα της ένταξης και μόνο, αλλά ενός συνόλου παραγόντων που περιλαμβάνει την ένταξη, τις εθνικές πολιτικές, τις ικανότητες και τα λάθη μας και τις αντικειμενικές αλλαγές στο διε-θνές περιβάλλον.
Ανάλογη εικόνα προκύπτει και για την περίοδο μετά το 2002. Φάνηκε ότι δεν είχε γίνει κατανοητό (και από άλλες χώρες της Ευρωζώνης) ότι το κοινό νόμισμα έκανε αναγκαία την αναπροσαρμογή πολλών πολιτικών και μηχανισμών διακυβέρνησης σε νέες συνθήκες και νέους κανόνες και περιορισμούς. Η ελληνική πολιτική και η κοινωνία θεώρησαν ότι λύθηκαν βασικά προβλήματα, ότι τα υψηλά επιτόκια έγιναν αυτόματα παρελθόν, και ότι ο εξωτερικός δανεισμός μπορούσε να διογκώνεται ανεξέλεγκτα. Στην περίοδο αυτή, η Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό ακολούθησε τις πρακτικές μιας ελλειμματικής οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης με τις οποίες είχαν εθισθεί κυβερνήσεις και κοινωνία, θεωρώντας ότι θα μπορούσε να απολαμβάνει ταυτόχρονα δύο καλύτερους κόσμους: πολιτικά ευχάριστες (σε βραχύ χρόνο) πολιτικές και τα οφέλη του ευρώ, χωρίς ανησυχία για τον λογαριασμό. Σύντομα το αποτέλεσμα ήταν να βυθιστεί η ελληνική κοινωνία σε μια πρωτόγνωρη κρίση, που από το οικονομικό επεκτάθηκε στο κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο.
Από την άλλη πλευρά, παρά τις παραπάνω αδυναμίες, στη διάρκεια των 40 χρόνων σημειώθηκαν εκτεταμένες θετικές αλλαγές στο επίπεδο διαβίωσης, στην περιφερειακή ανάπτυξη, στα εισοδήματα, στις υποδομές, σε θεσμούς και ρυθμιστικά συστήματα για κρίσιμα ζητήματα (π.χ. ασφάλεια, υγιεινή, προστασία περιβάλλοντος, κοινωνική προστασία). Η επίδραση της ένταξης στον μετασχηματισμό κράτους και θεσμών, στη στήριξη ενός κράτους δικαίου, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, σε πολλά ζητήματα καθημερινότητας και ποιότητας ζωής, αλλά και τα μη μετρήσιμα οφέλη που απολάμβανε η Ελλάδα ως μέλος της Ε.Ε. στο διεθνές πεδίο ήταν ανεκτίμητα. Η ροή σημαντικών κοινοτικών πόρων στις τέσσερις δεκαετίες διευκόλυνε επίσης την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας και μια μείωση των ανισοτήτων. Η στήριξη της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης ήταν καθοριστική, όπως και η στήριξη που προβλέπεται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Σε όρους σύγκλισης, πάντως, ο δείκτης μειώθηκε από το 90,8% (1980) του μέσου όρου της Ε.Ε. στο 84,2% πριν από την κρίση (2008). Ατυχώς, συρρικνώθηκε στο 61,4% το 2019, αποτυπώνοντας μια οπισθοδρόμηση 50 ετών. Κατά βάση, μέχρι την κρίση, η σύγκλιση ήταν πολύ περισσότερο σύγκλιση κατανάλωσης και βιοτικού επιπέδου συνδεδεμένων με την εκτίναξη του εξωτερικού δανεισμού, και πολύ λιγότερο ανθεκτική σύγκλιση παραγωγικών ικανοτήτων. Παρά ταύτα, ας συγκρατήσουμε ότι άλλες κοινωνίες πέρασαν διά πυρός και σιδήρου για να διανύσουν την απόσταση που εμείς διανύσαμε με χαλαρότητα και εξαιρετικές επιδοτήσεις.
Τόσο στην περίπτωση της ένταξης το 1981 όσο και της ΟΝΕ, το πρόβλημα δεν ήταν ότι η Ελλάδα δεν είχε τις δυνάμεις να εφαρμόσει πολιτικές μετασχηματισμού, κλαδικής αναδιάρθρωσης, τεχνολογικής προώθησης και δημοσιονομικών και μακροοικονομικών ισορροπιών. Αναμφίβολα τις είχε, όπως τις είχαν η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία. Ομως, οι πολιτικές αυτές ήσαν δύσκολες, απαιτούσαν μια σύνθετη αντίληψη της ανάπτυξης, πειθαρχία και θα απέδιδαν αποτελέσματα σημαντικά μεν από αναπτυξιακή και κοινωνική άποψη, αλλά όχι πολιτικά φανταχτερά.
Το μεγάλο παράδοξο, που προανέφερα, αφορά στην πολιτική διάσταση της ένταξης. Η ορθότητα της θεώρησης ότι η συμμετοχή στην Ε.Ε. θα αποτελούσε σημαντικό πλεονέκτημα απέναντι σε μια Τουρκία που θα παρέμενε εκτός της Ε.Ε. φάνηκε στη στήριξη που για τέσσερις δεκαετίες, ρητά ή άρρητα, απολάμβανε η Ελλάδα από το γεγονός της ιδιότητας του μέλους της Ε.Ε. απέναντι στην επιθετικότητα της Τουρκίας. Φάνηκε, ιδιαίτερα, το 2004, όταν ο πρωθυπουργός Κων. Σημίτης πέτυχε την ένταξη της Κύπρου ξεπερνώντας τον όρο της πρότερης επίλυσης του Κυπριακού. Από τις αποφάσεις του Ελσίνικι, άλλωστε, έχει επέλθει αλλαγή θεώρησης. Εκτιμούμε ότι τα εθνικά μας συμφέροντα μπορούν υπό όρους να εξυπηρετηθούν περισσότερο από μια προσέγγιση ή και ενσωμάτωση της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό σύστημα, παρά αν οι σχέσεις Τουρκίας – Ε.Ε. παραμένουν αποστασιοποιημένες. Το ενδιαφέρον από το «παράδοξο» αυτό δείχνει τη σημασία του να διατηρούμε γύρω από φαινομενικά ίδια ζητήματα μια οπτική δυναμική και όχι άκαμπτη.
Η εμπειρία των 40 ετών μας δείχνει με πολύ καθαρό τρόπο πού πετύχαμε αλλά και ποιες πολιτικές πρέπει να αλλάξουν. Η κεντρική διαπίστωση όμως είναι μία: η σημασία της Ε.Ε. για την Ελλάδα περιλαμβάνει, αλλά πάει πολύ πέρα από τις οικονομικές διαστάσεις, τα θέματα εξωτερικής πολιτικής ή πολιτικής λειτουργίας. Στη σημερινή φάση ανοίγει για την Ελλάδα μια νέα περίοδος-μεταίχμιο. Οι μεγάλες πολιτικές θεματικές θα πάνε πέρα από αυτές που γνωρίζουμε με νέες πιέσεις και στόχους. Η συμμετοχή μας σε ένα σύνολο χωρών που, πέρα από αδυναμίες, εκπροσωπούν όσο κανένα άλλο σύστημα την υποστήριξη στις δημοκρατικές αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, την κοινωνική οικονομία, την ανθρώπινη διάσταση στην τεχνολογική δυναμική, πολιτικές για την κλιματική αλλαγή, την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών τους και ένα ισχυρό κοινό πολιτισμικό παρελθόν, αποτελεί μια ισχυρή εγγύηση. Όπως έδειξε και η δεκαετία της σχεδόν πτώχευσης της χώρας, ακόμα και μια βαθιά αποτυχία είναι λιγότερο οδυνηρή -ίσως και «πολυτελής»- στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης απ’ ό,τι σε ένα πλαίσιο τυχάρπαστης πορείας «μοναχικού καβαλάρη». Τελικώς, οι ίδιες οι εθνικές πολιτικές μας είναι αυτές που, κυρίως, μπορεί να δημιουργήσουν τυχάρπαστα ή και προβλέψιμα αδιέξοδα και κρίσεις, ακόμα και μέσα στην Ε.Ε.
_____________________
* O κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.