Γιάννης Βούλγαρης
Τα Νέα, 12/07/2021
Σε μια εποχή που ξορκίζαμε διεθνώς την «ανασφάλεια», την κοινωνική και την πολιτισμική, γιατί γεννά πολιτικά τέρατα, φαίνεται ότι έχουμε την πολυτέλεια να βιώσουμε άλλη μια ανασφάλεια, και μάλιστα μεγαλύτερη – την υγειονομική. Αυτή την τροπή νομίζω ότι έχει πάρει ο «διάλογος» για τον εμβολιασμό ή την άρνησή του, τον υποτιθέμενο διχασμό της κοινωνίας, την ανάγκη αλλά και τα όρια της «πειθούς», την επιβολή υποχρεωτικών μέτρων. Το πρόβλημα έχει πάψει όμως να είναι «επικοινωνιακό» και προπαγανδιστικό, γιατί αν μείνουμε σε αυτό το επίπεδο η ανασφάλεια θα εντείνεται παρά θα καθησυχάζει. Η προσπάθεια πειθούς θα πρέπει ασφαλώς να είναι διαρκής, αλλά ξέρουμε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες η λογική της επιστήμης και ο λόγος των ειδημόνων συχνά υποσκάπτεται από την λογική και τον λόγο των παντοειδών ΜΜΕ. Αυτό βιώσαμε στην εξέλιξη της πανδημίας – παγκοσμίως, όχι μόνο ούτε τόσο στη χώρα μας. Στο επίπεδο της επιστήμης και των ειδημόνων ο συσχετισμός μεταξύ υποστηρικτών του εμβολιασμού και «αρνητών», διαισθητικά μιλώντας, ήταν 99% – 1%, στο επίπεδο των έγκυρων ΜΜΕ γινόταν 80%-20% γιατί – ορθώς – «πρέπει να εκπροσωπηθεί και η άλλη άποψη», και ο συσχετισμός αντιστρεφόταν όταν έφτανε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα «ψεκασμένα» ΜΜΕ. Την ίδια ώρα χανόταν και η δυνατότητα αξιολόγησης των γεγονότων και της πληροφορίας.
Η εξαιρετικά σπάνια περίπτωση θρόμβωσης επικρατούσε της καταθλιπτικής συχνότητας των ΜΕΘ και των φέρετρων. Τίποτα από αυτά δεν ήταν καινούργιο. Οι κοινωνιολόγοι μιλούν εδώ και δεκαετίες για τον κατακερματισμό της Δημόσιας Σφαίρας σε «φυλές», η καθεμιά με τους δικούς της κώδικες και τους δικούς της «γκουρού». Στην περίπτωση όμως της πανδημίας το Κράτος αναλαμβάνει τον δικό του ρόλο – αν αυτή δεν είναι «έκτακτη κατάσταση» τότε ποια είναι; Το Κράτος που ώς έννοια και οντότητα υπερβαίνει βεβαίως την εκάστοτε Κυβέρνηση. Μπορεί λοιπόν και οφείλει να νομοθετήσει καθώς έχει την υποχρέωση να προστατέψει την Κοινωνία όσο διαρκεί η πανδημία. Όχι πλέον με «οριζόντια μέτρα»” αλλά διαφοροποιώντας τα δικαιώματα των εμβολιασμένων από τα δικαιώματα των ανεμβολίαστων στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας που είμαστε. Στους τελευταίους αναγνωρίζεται και γίνεται σεβαστό το δικαίωμα της προσωπικής επιλογής, ταυτόχρονα όμως με την ανάληψη τού κόστους της επιλογής τους, το οποίο έχει γίνει σαφές από τα μέτρα που επιβάλλει η Πολιτεία. Μέτρα που κινούνται επίσης στο πνεύμα της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας και δεν αναστέλλουν π.χ. τις υπηρεσίες που παρέχει δωρεάν το δημόσιο σύστημα υγείας.
Μήπως όμως η κρατική επιβολή κανόνων προκαλέσει αντιδράσεις που θα δημιουργήσουν νέα πολιτικά τέρατα, ένα μπλοκ ψεκασμένου ανορθολογισμού και συμπαγούς αρνητισμού με πολιτική συνέχεια; Καταρχάς, και ο συνεχής «διάλογος» στη βάση της ισοτιμίας των επιχειρημάτων με τους αντιεμβολιαστές, πολιτικοποιεί το ζήτημα και τους συγκροτεί ως μια άτυπη συλλογικότητα, δίνοντάς μάλιστα ιδιαίτερο βάρος στους πιο ακραίους «αρνητές». Σχετικοποιεί ακόμα περισσότερο τον επιστημονικό λόγο και το κύρος των ειδημόνων, αυξάνοντας την ανασφάλεια. Στην πραγματικότητα, οι «ανεμβολίαστοι» δεν συνιστούν ενιαίο σώμα, δεν έχουν ίδιους ενδοιασμούς, ούτε ενιαίες αντιλήψεις. Είναι επομένως πολύ πιθανό, η κανονιστική επέμβαση του Κράτους να διαφοροποιήσει παρά να ενοποιήσει αυτόν τον πληθυσμό. Άλλωστε, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, η επιδημία έχει έναν βραχύ ορίζοντα.
Πέρα τώρα από το άμεσο ζήτημα των εμβολιασμών, η περιπέτεια της πανδημίας έκανε και κάνει ανάγλυφες πραγματικότητες που λησμονούμε σε κανονικές περιόδους, αλλά και προκλήσεις του μέλλοντος που ήδη έχει έρθει. Αισθανόμαστε π.χ. ξαφνιασμένοι από την έκταση και τη μαζικότητα του σκεπτικισμού και του ανορθολογισμού που εκδηλώθηκε με επίκεντρο τον εμβολιασμό. Πόσω μάλλον που συνέβη ταυτόχρονα με το πρωτόγνωρο τεράστιο επιστημονικό κατόρθωμα το οποίο έκανε η ανθρωπότητα αναπτύσσοντας τα εμβόλια σε ελάχιστο χρόνο. Όμως αυτές οι ψυχολογικές διαθέσεις και νοοτροπίες προϋπήρχαν στην κοινωνία, απλώς μεγεθύνθηκαν λόγω του επιδημικού σοκ. Όποιος παρακολουθεί τις μελέτες της κοινής γνώμης στις ανεπτυγμένες χώρες, ξέρει ότι εντυπωσιακά μεγάλο μέρος των πολιτών εμφορείται από αντιεπιστημονικές, ανορθολογικές, συνωμοσιολογικές, σχεδόν παρανοϊκές πεποιθήσεις, διαψεύδοντας ευθέως παλαιότερες κοινωνιολογικές προβλέψεις ότι η νεωτερικότητα θα σήμαινε την επικράτηση του ορθολογισμού. Με αυτή την έννοια, είναι λάθος να αποδίδουμε τα φαινόμενα αυτά στην καθυστέρηση της ελληνικής κοινωνίας. Στον χώρο των σκεπτικιστών και των αρνητών συνυπάρχουν άνθρωποι ποικίλου κοινωνικού προφίλ και όλων των «εποχών», όπως συμβαίνει και στις άλλες δυτικές χώρες, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο. Παραδοσιακοί ηλικιωμένοι στις κλειστές ή εσωστρεφείς κοινότητες, άνθρωποι όλων των ηλικιών που αισθάνονται τον αρχαϊκό υπαρξιακό φόβο ενώπιον ενός αόρατου κινδύνου, νεωτερικοί μορφωμένοι με κάποια εκπαιδευτικά εφόδια ώστε να θεωρούν εαυτούς επαρκείς να αξιολογήσουν τις επιστημονικές πληροφορίες, άνθρωποι της μετανεωτερικής εποχής στην οποία, όπως λένε οι κοινωνιολόγοι, το σώμα και η μέριμνα για το σώμα, συνιστά κεντρικό στοιχείο μιας ευμετάβλητης ατομικής ταυτότητας.
Ένα άλλο επίσης χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής της πανδημίας είναι η μαχητική παρουσία ενός ψεκασμένου δικαιωματισμού, τόσο ακροδεξιού όσο και ακροαριστερού. Δεν προέρχεται από τη φιλελεύθερη θεωρία και τις ανησυχίες της να βρει ισορροπίες μεταξύ αντιτιθέμενων ελευθεριών, μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ειδικά στη χώρα μας, επαναλαμβάνει μοτίβα και εν μέρει μορφές δράσης του δικαιωματισμού που υιοθέτησε ένα μέρος της μετακομμουνιστικής αριστεράς, όταν απέτυχε ιστορικά ο σοσιαλισμός τόσο ως άρνηση της καπιταλιστικής κοινωνίας όσο και ως κριτήριο της έννοιας της Προόδου. Σήμερα βλέπουμε ο λόγος των δικαιωμάτων να χρησιμοποιείται είτε σε ακροαριστερές ακτιβιστικές εκδηλώσεις αμφισβήτησης των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό, είτε για να δικαιολογήσει την αντιεμβολιαστική επιλογή από ακραία συντηρητικούς κύκλους, εκκλησιαστικούς ή δηλωμένα ακροδεξιούς. Δεν είναι έτσι τυχαία η αντίδραση της ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας που καταδίκασε τον ψεκασμένο δικαιωματισμό με τη θεολογική μομφή της αμαρτίας.
Τέλος, περισσότερο ελληνικό φαινόμενο, μοιάζει να είναι η έντονη κομματικοποίηση της πανδημίας. Σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες η υγειονομική κρίση συμπλέχτηκε με τον κομματικό ανταγωνισμό, αλλά εδώ επαναλήφθηκε η κομματική πόλωση και η οξεία αντιπολιτευτική δημαγωγία που χαρακτηρίζει τον πολιτικό μας βίο. Παιχνίδια εν ού παικτοίς, αλλά από ό,τι φαίνεται ούτε κερδοφόρα. Λίγο καιρό πριν στόχος της αντιπολίτευσης ήταν ευθέως η αποτυχία της διαχείρισης τη υγειονομικής κρίσης και του εμβολιαστικού εγχειρήματος ώστε να πληρώσει μεγάλο κόστος η κυβέρνηση. Τελευταία, φαίνεται να γίνεται σαφές ότι σχηματίζεται μια κοινωνική πλειοψηφία υπέρ του εμβολιασμού και ότι το μπλοκ των «αρνητών» δεν αποτελεί εφαλτήριο για την επάνοδο στην εξουσία. Εξού και πραγματοποιείται μια αιδήμων στροφή της αξιωματικής αντιπολίτευσης όπου μαζί με την καταγγελία της κυβέρνησης, υπογραμμίζεται και η ανάγκη εμβολιασμού. Ας είναι. Το εθνικό στοίχημα είναι τόσο μεγάλο ώστε να ισχύει το «μάζευε και ας είν? και ρόγες» – εν προκειμένω, εμβολιασμένους.