Athens Voice
22 Φεβρουαρίου 2017
Το μέλλον ανήκει σ’ αυτούς που το προετοιμάζουν και δουλεύουν γι’ αυτό. Όποιοι δεν αντιλαμβάνονται την αυτονόητη αυτή παραδοχή, υπολείπονται των αναγκών και των απαιτήσεων του σήμερα. Είτε γιατί δεν διαθέτουν αυθεντική σχέση με τη ζώσα πραγματικότητα. Είτε διότι είναι κολλημένοι σ’ ένα στοιχειωμένο παρελθόν. Πάντως ό,τι και να συμβαίνει, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Όσοι δεν συγχρονίζονται με τις εξελίξεις, βλέπουν τα τρένα να περνούν. Όχι μόνο δεν εισπράττουν το παραμικρό όφελος, αλλά συνήθως χάνουν και εκείνα που προηγουμένως είχαν κατακτήσει.
Το Κυπριακό, χρόνια τώρα, παραμένει ένα άλυτο μεγάλο πρόβλημα, γιατί όποιες προσπάθειες έγιναν δεν μπόρεσαν να το προβάλουν στο μέλλον. Όλες στερούνταν μιας εμπροσθοβαρούς αντιμετώπισης. Αντίθετα, είχαν το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν. Αδυνατώντας οι εμπλεκόμενοι συντελεστές –Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, Ελλαδίτες και Τούρκοι– να θεμελιώσουν μια στρατηγική επίλυσης, κατέφευγαν στις γνωστές σκιαμαχίες και δοξασίες του χθες. Ωστόσο, το μόνο που κατάφερναν ήταν να διατηρούν ζωντανή την εχθρότητα και τη μισαλλοδοξία, την καχυποψία και τον φόβο, τροφοδοτώντας διαρκώς τις δεξαμενές του εθνικισμού.
Οι πολυποίκιλες δυνάμεις του, ένθεν και ένθεν, όποιον πολιτικό μανδύα κι αν ενδύονταν, εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τα πολλαπλά τραύματα, τις αιματηρές συγκρούσεις του ’64, καθώς και το τραγικό γεγονός της εισβολής. Έτσι αποκτούσαν υπόσταση, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των επιλογών τους. Στην πραγματικότητα ουδόλως ενδιαφέρονταν ή ενδιαφέρονται ακόμη και σήμερα για την επανένωση της Κύπρου. Δεν θέλουν τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων. Ούτε νοιάζονται για τις προοπτικές ανάπτυξης και ευημερίας του Νησιού.
Αντίθετα, κάνουν ό,τι μπορούν για να υποσκάψουν τις όποιες πρωτοβουλίες αναλαμβάνονται. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό πως με το που διαφαίνεται κάποια θετική έκβαση, εκδηλώνεται και η αντεπίθεσή τους. Αν και οι εθνικιστικές δυνάμεις αποτελούν διαχρονικά τη μειοψηφία, έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τις εξελίξεις, επιβάλλοντας τη δική τους ατζέντα. Το κυριότερο είναι ότι δημιούργησαν ένα επικίνδυνο υπόστρωμα εντός και εκτός κομματικού συστήματος, στο οποίο φύονται διάφορες παρουσίες που δεν διστάζουν να φλερτάρουν ανοιχτά μαζί τους.
Η ομόφωνη απόφαση τoυ Κυπριακού Κοινοβουλίου για το δημοψήφισμα του ’50, για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, πενήντα επτά χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι άκρως αποκαλυπτική. Το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπει είναι ότι αντιστρατεύεται πλήρως την επίλυση του Κυπριακού. Τορπιλίζει τις συνομιλίες που βρίσκονται σε εξέλιξη. Εκθέτει διεθνώς την Κύπρο, απομειώνοντας την αξιοπιστία της. Δίνει επιχειρήματα στην τουρκική πλευρά. Υπονομεύει τη συναντίληψη που διαμορφώθηκε για πρώτη φορά έπειτα από καιρό μεταξύ των δύο ισχυρών κομματικών δυνάμεων (ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ). Αποδυναμώνει σε σημαντικό βαθμό τη διαπραγματευτική ευχέρεια του ίδιου του Κύπριου Προέδρου. Η ταύτιση δε με το φασιστικό ΕΛΑΜ δείχνει ότι οι εκφράσεις του εθνικισμού ακολουθούν υπόγειες διαδρομές.
Η προκλητική και ανερμάτιστη πρόταση που υιοθέτησε η Κυπριακή Βουλή, επιβαρύνοντας την πολιτική σκηνή της Κύπρου και επισκιάζοντας τις συνομιλίες Αναστασιάδη-Ακιντζί, αποπνέει παρελθόν. Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας είχε μια μεγάλη ευκαιρία: Να αποφορτίσει το βαρύ κλίμα που προκλήθηκε, αποκηρύσσοντας τις εθνικιστικές φαντασιώσεις. Παρά τις δυσμενείς εξελίξεις που ακολούθησαν στις διαπραγματεύσεις, ο Νίκος Αναστασιάδης δεν απώλεσε τη δυνατότητά του να έχει το δικό του καταλυτικό λόγο και ρόλο στην αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη. Αρνούμενος να παγιδευτεί στην κινούμενη άμμο της Κυπριακής Βουλής, μπορεί να εδραιώσει περαιτέρω την πολιτική κυριαρχία του. Και το πιο σημαντικό: Επιβεβαιώνει ότι το Κυπριακό έχει μέλλον όταν κοιτάζει στο μέλλον.