Όπως στην οικονομία της αγοράς έτσι και στην πολιτική αγορά, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, κατέχει δεσπόζουσα θέση. Την παραδοχή αυτή την αντιλαμβάνονται όσοι τοποθετούνται εξ αρχής σωστά στην πολιτική σκηνή. Ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με τις επιλογές τους.
Ο Αλέξης Τσίπρας, για παράδειγμα, επεδίωξε και πέτυχε να ενσαρκώσει και να εκφράσει ένα υπαρκτό κύμα εθνολαϊκισμού που αναδύθηκε στην Ελλάδα της χρεοκοπίας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέδειξε σωστά αντανακλαστικά, επενδύοντας στην τιμωρητική διάθεση των πολιτών έναντι της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Η Φώφη Γεννηματά τι θέλει να εκφράσει, υιοθετώντας έναν σχεδόν αντιμνημονιακό παρωχημένο λόγο; Τους πρώην πράσινους ψηφοφόρους που μεταπήδησαν στον ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα δηλώνουν δυσαρεστημένοι; Προς το παρόν φαίνεται πως αυτοί δεν πείθονται ακούγοντας τα ίδια λόγια, όποιος κι αν τα λέει.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης, μολονότι τοποθετήθηκε σωστά στην αρχή επί της σκηνής -εξ ου και είχε καλές επιδόσεις-, στη συνέχεια επιδεικνύει σύγχυση ως προς το ρόλο που θέλει να παίξει.
Τέλος, οι Διαμαντοπούλου, Φλωρίδης και Ραγκούσης, που φιλοδοξούν να καλύψουν την ανάγκη μιας νέας πολιτικής έκφρασης, μάλλον αναζητούν ακόμη τον τρόπο που θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στην εκδηλωμένη ζήτηση.
Πάντως, η εμπειρία από την οικονομία και την πολιτική δείχνει ότι το κλειδί της επιτυχίας είναι η εναρμόνιση προσφοράς και ζήτησης.