Του Γιώργου Πανταγιά
Τώρα που η ενεργειακή κρίση βρίσκεται στο κόκκινο, θέλουμε δεν θέλουμε, αντιλαμβανόμαστε τη σημασία και τη χρησιμότητα της πράσινης μετάβασης. Με άλλα λόγια καλούμαστε να δούμε τη δυνατότητα καθαρής, φθηνής και παραγόμενης στον τόπο μας ενέργειας, από ανανεώσιμες πηγές.
Τις συνέπειες της εξάρτησής μας από ρυπογόνα, ακριβά και εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, μεταξύ αυτών και το φυσικό αέριο, τις λουζόμαστε όλοι. Μάλιστα η Ελλάδα σύμφωνα με τη Eurostat κατείχε μια πρωτιά: Ο δείκτης εξάρτησής της το 2020 ανέρχονταν στο 81,4%, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν στο 57,5%. Η πραγματικότητα αυτή, είχε υψηλό οικονομικό κόστος για το ελληνικό νοικοκυριό. Ουσιαστικά ήταν τριπλάσιο σε σχέση με των άλλων Ευρωπαίων. Συγκεκριμένα για εμάς ανέρχονταν στα 91 ευρώ ετησίως, όταν για τις υπόλοιπες χώρες ήταν μόλις 27 ευρώ.
Το παράδοξο δε είναι, ότι η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, ως προς την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος: Τότε εμείς γιατί μείναμε πίσω; Αναμφίβολα η απάντηση δεν είναι μονοδιάστατη. Καταρχάς, ο ενεργειακός μας αναχρονισμός είναι απότοκος της γενικότερης υστέρησης, παραγωγικής, οικονομικής, αναπτυξιακής. Και αυτό γιατί παγιδευτήκαμε στους δρόμους της υπανάπτυξης, περιοριζόμενοι στο εφήμερο και το πρόσκαιρο.
Επιπλέον μείναμε εγκλωβισμένοι στην αναβλητικότητα και στη στασιμότητα, μετακυλώντας τις αποφάσεις για τα ζωτικά προβλήματα της βιώσιμης ανάπτυξης, σε βάθος χρόνου. Το χειρότερο δε είναι ότι, επιτρέψαμε να αναπτυχθεί ένα παρασιτικό μοντέλο διαμεσολάβησης, το οποίο στηρίζονταν στην εισαγωγή ορυκτών καυσίμων. Έτσι η παραγωγή εγχώριας καθαρής ενέργειας, εμποδίσθηκε και υπονομεύθηκε.
Η ιθύνουσα πολιτική τάξη, απεμπόλησε τη δυνατότητά της να βάλει τη χώρα σε μια τροχιά απεξάρτησης από τα ρυπογόνα και ακριβά ορυκτά καύσιμα. Είτε γιατί υποτίμησε τις δυσμενείς συνέπειες τους στην κοινωνία και στην οικονομία. Είτε διότι δεν ήθελε να αντιστρατευθεί επιχειρηματικές επιδιώξεις και οικονομικά συμφέροντα. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις επικράτησαν, η μικροπολιτική και η ψηφοθηρία. Οι πρακτικές αυτές δυστυχώς και σήμερα, υφίστανται σε μεγάλη κλίμακα, παρά τα θετικά βήματα που έχουν γίνει στην κατεύθυνση της πράσινης ενεργειακής μετάβασης. Ωστόσο η απόσταση που έχουμε να διανύσουμε εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Τα εμπόδια που υπάρχουν λειτουργούν ανασταλτικά.
Οι αρνητές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δεν καταθέτουν εύκολα τα όπλα. Μάλιστα με πρόσχημα την ενεργειακή κρίση επιδιώκουν την αναστολή, ακόμη και ακύρωση, συγκεκριμένων έργων. Κάποιοι δε, παντελώς απαίδευτα υιοθετούν τις εξορύξεις υδρογονανθράκων. Μολονότι επιβαρύνουν την κλιματική κρίση και οξύνουν τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Επιπροσθέτως είναι εξαιρετικά κοστοβόρες και χρονοβόρες.
Οι θιασώτες των υδρογονανθράκων, παρακάμπτουν τις τεκμηριωμένες επιστημονικές απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η μόνη ρεαλιστική, επωφελής και αέναη λύση, είναι η στροφή στις ΑΠΕ. Η μεταβατική χρήση του ορυκτού αερίου σε καμιά περίπτωση, δεν μας απομακρύνει από την αυτοκαταστροφική εξάρτησή μας από τα επιβλαβή καύσιμα. Η αυτονόητη αυτή αλήθεια, δεν μπορεί παρά να είναι πυξίδα στο δρόμο για τον πράσινο ενεργειακό μετασχηματισμό.
Η επιχείρηση αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τους νεόκοπους φωστήρες των εξορύξεων, δεν ακυρώνει τη στρατηγική αναγκαιότητα της αυτοπαραγωγής στον τόπο μας, καθαρής και φθηνής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ούτε επίσης υποκαθιστά την ξεχωριστή αξία και σημασία του εγχειρήματος αυτού, αν πράγματι θέλουμε να προχωρήσουμε με αποφασιστικά βήματα στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Εν τούτοις η καλλιέργεια προσδοκιών, οι οποίες προς το παρόν τουλάχιστον δεν έχουν πρακτικό αντίκρισμα, είναι εύλογο να δημιουργεί αυταπάτες ως προς τις προσφερόμενες ευκαιρίες και δυνατότητες. Ταυτόχρονα επιτείνει τη σύγχυση, ακόμη και την άρνηση για την ηλιακή και την αιολική ενέργεια. Έτσι επιτρέπεται στους αρνητές των ΑΠΕ να επισείουν ανυπόστατους κινδύνους, προκαλώντας ρωγμές στις τοπικές κοινωνίες. Και το σημαντικότερο, να καρκινοβατούν αξιόλογες πράσινες επενδύσεις.
Ως εκ τούτου ο στρατηγικός ορίζοντας της εγχώριας πολιτικής τάξης, χάνεται μέσα στις θεατές και αθέατες πλευρές κοντόθωρων προσεγγίσεων και αντιλήψεων. Και μαζί με αυτόν οι εκπρόσωποί της, αποποιούνται και τον παιδαγωγικό τους ρόλο. Ουσιαστικά μετατρέπονται σε ιμάντες μηχανισμών που πρώτιστο μέλημα τους είναι, η συντήρηση και αναπαραγωγή της πολιτικής τους επιβίωσης. Η πράσινη ενεργειακή μετάβαση είναι δείκτης, για να κρίνουμε και να αξιολογήσουμε την αξία και την χρησιμότητα του πολιτικού προσωπικού. Είτε κατέχει κυβερνητικούς, είτε αντιπολιτευτικούς, είτε αυτοδιοικητικούς θώκους.