Άγγελος Στάγκος
Η Καθημερινή, 21/10/2018
Η «κανονικότητα» έχει την τιμητική της στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό. Την αναφέρει συνεχώς η κυβέρνηση σαν διαβεβαίωση ότι η χώρα επιστρέφει σε αυτήν με την ολοκλήρωση του τρίτου και δικού της μνημονίου. Την αναφέρει συχνά και η αξιωματική αντιπολίτευση σαν ευχή που θα εκπληρωθεί όταν φύγουν οι Συρανέλ από την εξουσία και αναλάβει εκείνη. Το κυριότερο, υπάρχει και πάρα πολύς κόσμος που περιμένει αυτή την «κανονικότητα», αγανακτισμένος, αηδιασμένος και μπουχτισμένος με το απερίγραπτο «τουρλουμπούκι» –πρόκειται για ηχητική μεταφορά της κατάστασης στην πολιτική, στο κράτος και στην κοινωνία σήμερα– που επικρατεί απ’ άκρου εις άκρον και σε όλους τους τομείς.
Βεβαίως, η «ελληνική πραγματικότητα» υπερίσχυε ανέκαθεν της «κανονικότητας» στην ένδοξη και ταυτόχρονα χαριτωμένη χώρα μας και επομένως είναι λίγες οι ελπίδες ότι κάποια στιγμή στο ορατό μέλλον θα γίνει το αντίθετο. Αλλωστε, επί κυβέρνησης Συρανέλ έχει γίνει τεράστια προσπάθεια ώστε να ενισχυθεί η πρώτη (η ελληνική πραγματικότητα) και να αποδυναμωθεί η δεύτερη (η κανονικότητα). Ακόμη περισσότερο είναι φανερό ότι ο Αλέξης Τσίπρας, ο Πάνος Καμμένος κάνουν τα πάντα για να ναρκοθετήσουν κυριολεκτικά το πεδίο για την επόμενη κυβέρνηση, ξέροντας μέσα τους ότι μάλλον δεν θα είναι η δική τους. Εξάλλου, ακόμη και αν είναι δική τους η επόμενη κυβέρνηση, είναι αποφασισμένοι, και το δείχνουν, να μην επιτρέψουν στην «κανονικότητα» να επιβληθεί.
Είναι πια δεδομένο ότι οι Συρανέλ ανέβηκαν στην εξουσία για να φέρουν την «κανονικότητα» και είναι πολύ ευχαριστημένοι που η Ελλάδα βρίσκεται στην 57η θέση, χάνοντας τέσσερις θέσεις από πέρυσι, στην ανταγωνιστικότητα και στην 135η θέση –μεταξύ 140 χωρών κατά το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ– στο κριτήριο του προσανατολισμού και προγράμματος για το μέλλον. Με λίγα λόγια, πορεύεται δίχως ενδιαφέρον και πυξίδα για το μέλλον, όπως ακριβώς καθορίζει το DNA της ηγετικής ομάδας που την κυβερνά. Αν και κάτι ανάλογο συμβαίνει και με μεγάλο μέρος της κοινωνίας της, για να είμαστε αντικειμενικοί και δίκαιοι.
Ολο αυτό αποτυπώνεται στην καθημερινότητα. Πώς μπορεί να γίνει κανονική μια χώρα που κορυφαίοι υπουργοί της τσακώνονται στο υπουργικό συμβούλιο και αλληλοκατηγορούνται εμμέσως πλην σαφώς για ατασθαλίες στη διαχείριση μυστικών κονδυλίων, χωρίς να παρεμβαίνει ο πρωθυπουργός; Πού αλλού δημοσιοποιούνται οι προορισμοί και οι αποδέκτες μυστικών κονδυλίων, στο πλαίσιο πολιτικής διαμάχης και προσωπικού αλληλοφαγώματος; Σε ποια χώρα υπουργός συνιστά στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματός του φυλακίσεις πολιτικών αντιπάλων για να κερδίσει η παράταξή του τις εκλογές; Και ποιες άλλες τοπικές κοινωνίες θα ψήφιζαν για δημάρχους Μπέους και Ψινάκηδες;
Και παρακάτω. Σε ποια χώρα ομάδες «μπαχαλάκηδων» επιτίθενται κατά αστυνομικών διευθύνσεων, τμημάτων και δυνάμεων όποτε θέλουν, φεύγουν ανενόχλητοι και οι δαρμένοι αστυνομικοί κλαψουρίζουν γιατί γίνονται στόχος; Ποια ξένα πανεπιστήμια μετατρέπονται σε ανοικτές πιάτσες ελεύθερης διακίνησης και χρήσης σκληρών ναρκωτικών ή αδυνατούν να εμποδίσουν τη δράση αναρχοφασιστών και χιτλεροφασιστών μέσα σ’ αυτά; Ποια κανονική χώρα καταργεί σε μεγάλο βαθμό τη διδασκαλία Μαθηματικών, Φυσικής και Πληροφορικής στα σχολεία στην εποχή μας; Πού αλλού υπάρχει αρνητικό κλίμα για επενδύσεις, καρκινοβατεί συνεχώς η ρύθμιση για τα σκουπίδια, διαρκεί πάνω από τέσσερα χρόνια μια δίκη στυγερής πολιτικής δολοφονίας, κυνηγιέται ανελέητα ένας τεχνοκράτης στατιστικός, ψηφίστηκε νόμος που ευνοεί την απελευθέρωση εγκληματιών, γίνονται ανεξέλεγκτες προσλήψεις στο Δημόσιο και μοιράζονται επιδόματα για προεκλογικούς λόγους, χωρίς να ανοίγει μύτη;
Με λίγα λόγια, «η κανονικότητα» θα παραμείνει μακρινό και άπιαστο όνειρο αν δεν έλθουν κυριολεκτικά τα πάνω κάτω στη χώρα. Για τη βούληση των Συρανέλ δεν γίνεται λόγος, αλλά και όποιος το υπόσχεται χρειάζεται τεράστια αποφασιστικότητα και σιδηρά πυγμή. Δυστυχώς, η Ελλάδα μας είναι βαριά άρρωστη και σε παρακμή!