Στάθης Ν. Καλύβας
Η Καθημερινή, 10/04/2018
Πίσω στο 2014, καθώς διαφαινόταν η πιθανότητα ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, ένα ερώτημα μονοπωλούσε τις συζητήσεις: τι πραγματικά είναι και τι θα κάνει αυτό το κόμμα όταν βρεθεί στην εξουσία και με τι συνέπειες; Τρία χρόνια μετά, γνωρίζουμε τις απαντήσεις. Τις συμπυκνώνω σε έξι.
Πρώτον: Όταν χρειάστηκε να επιλέξει, ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε τον ρεαλισμό από την ιδεολογία. Αναμφίβολα θετική εξέλιξη, μολονότι ενισχύει την αντίληψη πως όλα τα κόμματα είναι τα ίδια και πως λένε ψέματα. Το ότι η Ελλάδα παρέμεινε στην Ευρωζώνη και (στο παρά πέντε) δεν έκανε ένα άλμα θανάτου, που κάθε άλλο παρά απίθανο φάνταζε τότε, αποτελεί τη σημαντικότερη ίσως παρακαταθήκη για το μέλλον της χώρας.
Δεύτερον: Η άνοδός του στην εξουσία υπήρξε θετική για τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, όχι γιατί τους διαχειρίστηκε με ορθό τρόπο (το αντίθετο), αλλά γιατί η πίεση που δημιούργησε η χρεοκοπία έπρεπε να εκτονωθεί και η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ να τιμωρηθούν.
Όπως και έγινε.
Τρίτον: Παρά τη στροφή προς τον ρεαλισμό, συνεχίζει να καλλιεργεί με συστηματικό τρόπο αριστερά στερεότυπα που γαλούχησαν ολόκληρες γενιές, χρησιμοποιώντας μάλιστα με αδίστακτο τρόπο κρατικά ΜΜΕ και εκπαιδευτικό σύστημα. Επειδή όμως επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό κόμμα, έχει συμβάλει στην πλήρη απαξίωση της Αριστεράς στη συνείδηση του περισσότερου κόσμου. Αριστερά πλέον σημαίνει πολιτική απάτη και κοροϊδία, προπέτασμα καπνού για ευζωία με έξοδα φορολογουμένων. Σημαίνει Τσίπρας, Κατρούγκαλος, Τόσκας, Σκουρλέτης, Παππάς κ.λπ. Σημαίνει Καρανίκας.
Τέταρτον: Η απαξίωση αυτή δεν ισοδυναμεί με πολιτική περιθωριοποίηση, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξελιχθεί σε ένα «μίνι σκληρό ΠΑΣΟΚ» δεκαετίας ’80. Αναπαράγει τα μηνύματα και τα ιδεολογικά στερεότυπα που είχε οικειοποιηθεί παλαιότερα το ΠΑΣΟΚ και που αποτελούν το κορμό της «αντιδεξιάς» ταυτότητας. Παράλληλα, οι δημοσιονομικές πρωτοβουλίες του, που συνοδεύονται και με αναβίωση του πελατειακού κράτους, στοχεύουν στην καλλιέργεια της εικόνας του ως κόμματος των φτωχών. Μπορεί να μην πείθουν ευρύτερα (και έχουν όρια, γιατί οι οικονομικές δυνατότητες της χώρας αποκλείουν τις γενναιόδωρες πολιτικές του παρελθόντος), αλλά του επιτρέπουν να διατηρεί σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που προσείλκυσε ανέλπιστα το 2012. Πρόκειται για εκλογική απήχηση της τάξης του 20% και αυτό παρά την πολιτική στροφή του και την αναποτελεσματική διακυβέρνησή του. Οι πιθανότητες όμως να κινηθεί πολύ πιο πάνω από τα ποσοστά αυτά είναι ισχνές.
Πέμπτον: Παρά τη χαμηλή ποιότητα της διακυβέρνησής του, η αντοχή του υπήρξε εντυπωσιακή. Ελάχιστοι θα μπορούσαν να φανταστούν το 2014 πως ένας σχηματισμός που πολλοί χαρακτήριζαν τότε τσίρκο ή τσούρμο, με μηδενική κυβερνητική εμπειρία και χαμηλή ποιότητα δυναμικού, και που κλήθηκε να εφαρμόσει ένα σκληρό δημοσιονομικό πρόγραμμα διαμετρικά αντίθετο από το πρόγραμμά του, θα είχε τέτοια διάρκεια. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Νέα Δημοκρατία, η οποία παραδοσιακά πάσχει (ανάμεσα στα άλλα) από μειωμένη εμπιστοσύνη στις δυνατότητές της, μεταρρυθμιστική δειλία και υπέρμετρη φοβία για τυχόν αντιδράσεις (όπως προδίδει η φράση «φανταστείτε τι θα γινόταν αν έπαιρνε άλλη κυβέρνηση αυτά τα μέτρα»). Το μήνυμα είναι απλό: αν είσαι προσηλωμένος στον στόχο σου και καλά οργανωμένος, αντέχεις.
Έκτον: Ο κυβερνητικός απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απλώς αρνητικός. Αποτελεί μια τεράστια νάρκη στα θεμέλια της χώρας. Παρά τις δημοσιονομικές και κάποιες άλλες φιλοεπενδυτικές προσαρμογές, ουσιαστικά επανέφερε στο προσκήνιο πολλές από τις παθογένειες του παρελθόντος, που είχαν στιγματιστεί εξαιτίας της κρίσης: αδιαφάνεια, ανευθυνότητα, ανικανότητα. Μαζί με αυτές επανέφερε έναν ξέφρενο λαϊκισμό και έναν απεριόριστο πολιτικό κυνισμό και αμοραλισμό, ενώ εγκαινίασε την ισοπέδωση θεμελιωδών αξιών και θεσμών. Οι επιπτώσεις των πρακτικών αυτών είναι δυνητικά τεράστιες και αυξάνονται με τη μέρα. Ο κίνδυνος νέας κρίσης δεν είναι αμελητέος. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το πιο καίριο δίδαγμα της τριετίας που πέρασε και το πιο επείγον καθώς ετοιμαζόμαστε για την επόμενη.
______________________________
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης