Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης
5 Μαρτίου 2017
Οι δυσμενείς εξελίξεις στο Κυπριακό ανέδειξαν για άλλη μια φορά τις παθογένειες του κομματικού συστήματος του νησιού. Η δυστοκία του να εναρμονιστεί με τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις είναι πασιφανής. Περιχαρακωμένο στον μικρόκοσμό του, δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί από τις δοξασίες και σκιαμαχίες του παρελθόντος. Ζει και τρέφεται με αυτές. Στην πραγματικότητα, η αναντιστοιχία του με τον χρόνο συνιστά τροχοπέδη για τον εκσυγχρονισμό του. Η κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική του υστέρηση το καθιστά έρμαιο της μικροπολιτικής, του λαϊκισμού, και προπαντός του εθνικισμού. Το γεγονός αυτό ενισχύεται και από τις εμπεδωμένες σχέσεις εξουσίας που έχουν διαμορφωθεί εντός και εκτός των τειχών του.
Η πολύχρονη εθνική εκκρεμότητα της Κύπρου εύλογα αφήνει ανεξίτηλα σημάδια και προκαλεί παρενέργειες στην πολιτική της ζωή. Το κυριότερο: Συντηρεί την εσωστρέφεια, ενεργοποιώντας συνεχώς τους εθνικιστικούς θύλακες. Η άρνηση της συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων, η διατήρηση του φόβου, η καλλιέργεια της μισαλλοδοξίας, σε συνδυασμό και με την κυριαρχία αναχρονιστικών και συντηρητικών απόψεων, λειτουργούν καταλυτικά στις επιλογές και στις προτεραιότητες της υπάρχουσας κομματικής ελίτ. Οι αντιφάσεις και οι αμφιθυμίες διαπερνούν όλες τις αποφάσεις της.
Μολονότι η πλειονότητά της διακηρύσσει τη σταθερή προσήλωσή της στην επίλυση του Κυπριακού, εντούτοις με τις ενέργειες της την αντιστρατεύεται. Είτε γιατί θεωρεί ότι μια τέτοια εξέλιξη θα αποδειχθεί δυσμενής για τους Ελληνοκύπριους. Είτε διότι είναι εμποτισμένη από τον εθνικισμό. Και στις δύο περιπτώσεις υπερισχύουν οι κοντόφθαλμες και εμμονικές αντιλήψεις. Οι λογικές που αδυνατούν να διαχωρίσουν το Μίκρο από το Μάκρο. Που δεν μπορούν να εντάξουν την επανένωση σε μια στρατηγική ανάπτυξης και ευημερίας. Έτσι, λοιπόν, το Κυπριακό περιορίζεται σε μια πολιτική διαχείριση που δεν απέχει πολύ από την αποδοχή τετελεσμένων. Μάλιστα, χρησιμοποιείται απλώς και μόνο για την επίδειξη υποτιθέμενης εθνικής ευαισθησίας, με αποτέλεσμα να εξανεμίζονται οι προοπτικές επίλυσής του.
Η αλήθεια είναι ότι η διαίρεση και η διχοτόμηση αντιμετωπίστηκε ως ευκαιρία, προκειμένου να δημιουργηθούν καριέρες πολιτικές, να συσταθούν κόμματα, να καλλιεργηθούν φαντασιώσεις και εθνικιστικές εξάρσεις. Ένα ολόκληρο πολιτικό, μιντιακό, επιχειρηματικό εποικοδόμημα στήθηκε, πλειοδοτώντας σε ακραίες απόψεις, με το πρόσχημα μιας δήθεν υπερήφανης και αδιάλλακτης εθνικής στρατηγικής. Αν και εξέφραζε μια μικρή μειοψηφία, επί χρόνια κατόρθωνε να επιβάλει τις απόψεις και τις θέσεις του, ακυρώνοντας κάθε φορά όποιες πρωτοβουλίες αναπτύσσονταν για τη λύση. Και το βασικότερο: Πετύχαινε να δηλητηριάζει σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης, αγνοώντας τα κεκτημένα. Η αποδοχή από τον Μακάριο της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας, η Συμφωνία του Ελσίνκι και η συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποσυνδέθηκαν από την εξεύρεση επίλυσης.
Προκειμένου να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους οι αποκαλούμενοι απορριπτικοί -οι οποίοι μάλιστα αρέσκονται να αυτοχαρακτηρίζονται ως ενδιάμεσος πολιτικός χώρος, ενώ στην ουσία είναι ακραίος- δεν δίσταζαν να ενοχοποιούν τις αντιπάλους τους, εγκαλώντας τους για Ναιναίκους και όργανα των ξένων δυνάμεων. Το παράδοξο είναι ότι ακόμη και σήμερα έχουν δυσανάλογα πρωταγωνιστικό λόγο στις διεργασίες για το Κυπριακό. Κι αυτό γιατί ποτέ δεν αποκαλύφθηκαν οι πραγματικές επιδιώξεις τους, που δεν ήταν άλλες από την αποδοχή της διχοτόμησης. Το χειρότερο όμως ήταν ότι υπήρχαν και πολιτικές συναλλαγές μαζί τους, προκειμένου να εξυπηρετηθούν διάφορες σκοπιμότητες και ευτελή συμφέροντα στην εσωτερική σκηνή.
Λειτουργώντας ως εκκρεμές, το ετερόκλητο σχήμα των απορριπτικών μετακινούνταν από τη μια στην άλλη άκρη, συνεργαζόμενο πότε με τον ΔΗΣΥ πότε με το ΑΚΕΛ. Η καιροσκοπική συνύπαρξή τους με τις δύο κυρίαρχες δυνάμεις, τούς προσέφερε τη δυνατότητα να έχουν τον δικό τους ζωτικό χώρο και να επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις πολιτικές στο μείζον ζήτημα του Κυπριακού. Η περίπτωση του ΑΚΕΛ, όπου το 2004 άλλαξε θέση και συντάχθηκε την τελευταία στιγμή με το «Όχι» του Τάσσου Παπαδόπουλου είναι χαρακτηριστική. Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η πρόσφατη στάση του ΔΗΣΥ στο περιβόητο ενωτικό δημοψήφισμα της κυπριακής Βουλής. Με την αποχή που επέλεξε, επέτρεψε να ψηφιστεί ομόφωνα μια ανιστόρητη και ανερμάτιστη πρόταση, την οποία εισηγήθηκε το νεότοκο φασιστικό σχήμα.
Παρά τις αλλαγές που συντελέστηκαν στους χώρους της παραδοσιακής Δεξιάς και της Αριστεράς, η διάστασή τους με τη ζώσα πραγματικότητα εξακολουθεί να υφίσταται. Οι κομματικοί τους φορείς δεν μπόρεσαν να απεξαρτηθούν από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος. Ούτε κατάφεραν να ενσαρκώσουν σύγχρονες και ριζοσπαστικές πολιτικές. Η αδυναμία τους να θεμελιώσουν μια σταθερή στρατηγική για το Κυπριακό –αν και το ΑΚΕΛ την περίοδο αυτή ακολουθεί συνεπή πολιτική- έχει ως αποτέλεσμα να αμφιταλαντεύονται. ‘Η γιατί δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν εκείνους τους εκλογείς τους, οι οποίοι εμφανίζουν επαμφοτερίζουσες θέσεις για το εθνικό ζήτημα. Ή διότι είναι δέσμιοι εσωτερικών σκοπιμοτήτων που συνδέονται με τη διακυβέρνηση της Κύπρου.
Οι πρόσφατες συνομιλίες στη Γενεύη επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο τις αμφισημίες και τις αμφιθυμίες της ελληνοκυπριακής πλευράς. Η υποτροπή που παρουσιάστηκε δεν είναι καθόλου αποσυνδεδεμένη από τις επικείμενες προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου του ‘18. Η επίρριψη ευθυνών στους Τουρκοκύπριους δεν δικαιολογεί την παλινδρόμηση. Το ουσιώδες είναι ότι το κομματικό σύστημα συνεχίζει να λειτουργεί αυτιστικά. Αν δεν ιαθεί από τη διαχρονική αυτή παθογένεια, το νησί δεν θα αξιοποιήσει επαρκώς τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα, ενώ το Κυπριακό θα παραμένει μια χέουσα πληγή. Μια εκκρεμότητα ανοιχτή στο διηνεκές.