Κυπριακή Εφημερίδα Πολίτης
12 Δεκεμβρίου 2016
Η ιστορική περιπέτεια του Κυπριακού είχε και έχει θεατές και αθέατες πλευρές. Κάποιες απ’ αυτές είναι συνυφασμένες με την αυθυπαρξία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με την πολυπολιτισμική, πολυθρησκευτική, πολυεθνική συνύπαρξη, Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Αρμενίων Μαρωνιτών, Λατίνων. Ενώ άλλες συνδέονται με τις «μητέρες πατρίδες», Ελλάδα και Τουρκία. Το βέβαιο είναι πως και οι μεν και οι δε συνιστούν εξαιρετικά κρίσιμες παραμέτρους για την επίλυσή του. Η διαίρεση της Κύπρου, αν και αποτελεί μια μεγάλη εκκρεμότητα του παρελθόντος, εξακολουθεί και παραμένει ζωτικό πρόβλημα που υπερβαίνει τα γεωγραφικά της όρια. Έτσι εξηγείται και το πολλαπλό ενδιαφέρον της διεθνούς πολιτικής σκηνής, αλλά και της ευρωπαϊκής.
Η επίλυση του Κυπριακού καθιστά απαραίτητη την υιοθέτηση μιας Μάκρο-στρατηγικής που θα αποσκοπεί: αφενός στην αναίρεση της κατοχής και των εθνικών διενέξεων, αφετέρου στην ανασύνθεση της κυπριακής Πολιτείας, ανασυντάσσοντας τον καταστατικό της χάρτη, προκειμένου να εναρμονιστεί με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι Μίκρο-λογικές που επί πολλά χρόνια επικρατούσαν, επειδή ήταν κοντόφθαλμες, και αμφότερες φορτισμένες με παρωχημένο εθνικισμό, διαιώνιζαν τα αδιέξοδα. Το χειρότερο, ακύρωναν τα κεκτημένα. Χαρακτηριστικότερα όλων η σταθερή και καθαρή θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας επί Μακάριου, το 1977, για επανένωση του Νησιού στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Αλλά και οι αποφάσεις του Ελσίνκι, το 1999. Αποφάσεις, που για πρώτη φορά διαμόρφωναν ένα σαφές πλαίσιο αρχών κανόνων και διαδικασιών, μεταφέροντας την αντιμετώπιση των διμερών διαφορών από τον χώρο των αντιπαραθέσεων στο πεδίο του διεθνούς δικαίου και των διεθνών μηχανισμών. Η Ελλάδα και η Κύπρος την περίοδο εκείνη έδωσαν σημαντική ώθηση στο Κυπριακό, υιοθετώντας μια εξωστρεφή στρατηγική ανοιχτών οριζόντων. Η γόνιμη συμπόρευση Κληρίδη-Σημίτη, που οδήγησε τελικά στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, αποτέλεσε το μεγαλύτερο πολιτικό γεγονός μετά την ανεξαρτησία το 1960. Ενίσχυσε την οντότητα της ως ανεξαρτήτου κράτους, επιτυγχάνοντας την απαγκίστρωσή της από τις μητέρες πατρίδες. Από την Ελλάδα ηθελημένα αλλά και από την Τουρκία, την κατοχική δύναμη, με την αλλαγή των δεδομένων. Η ένταξη στην ΕΕ απομάκρυνε την πολεμική περιπλοκή κι άνοιξε το δρόμο για διπλωματική ρύθμιση του Κυπριακού μέσα σε ευρύτερα ευρωπαϊκά θεσμικά πλαίσια. Οι εξελίξεις «ανάγκασαν» και την Τουρκία να προσανατολιστεί προς την Ευρώπη.
Η αρμονική συνεργασία Τσίπρα-Αναστασιάδη καθίσταται σήμερα εκ των ων ουκ άνευ. Οι δυστοκίες που ενδεχομένως υπήρξαν μπορούν να ξεπεραστούν μόνο αν οι δυο τους συζητήσουν σε βάθος όλες τις πολιτικές που πρέπει να διέπουν την επίλυση του Κυπριακού. Πρωταρχική είναι η σημασία της διαφύλαξης του εθνικού ζητήματος στα ευρύτερα ευρωπαϊκά και διεθνή πλαίσια. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η αποφυγή οποιασδήποτε ενέργειας που θα το καθιστούσε πρόβλημα ελληνοτουρκικής διαφοράς. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, προσχωρώντας σε ρεαλιστικές προσεγγίσεις έχει την ευκαιρία να θεμελιώσει μια μακρόπνοη εθνική στρατηγική, αγνοώντας τις όποιες επιφυλάξεις και ενστάσεις διατυπώνονται ακόμη κι από στενούς του συνεργάτες. Με τη γνώση και την εμπειρία που απέκτησε, αντιλαμβάνεται ότι η Αθήνα οφείλει να κινείται στην ίδια ταχύτητα με τη Λευκωσία. Η μεταξύ τους ασυμμετρία αντιστρατεύεται την κοινή προσπάθεια. Ιδιαίτερα τώρα που η Τουρκία εκδηλώνει πρωτοφανή νευρικότητα και αχρείαστη ρητορεία.
Η ελλαδική και η ελληνοκυπριακή πλευρά χρειάζεται να διαθέτουν κοινές προσεγγίσεις στα μείζονα ζητήματα του Κυπριακού. Το σημαντικότερο είναι να αναζητήσουν ισχυρούς υποστηρικτές των θέσεων και των απόψεών τους εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εξεύρεση λύσης για το καίριο θέμα της ασφάλειας δεν θα επιτευχθεί με την αμετακίνητη προσήλωση στις συμφωνίες του 1960. Ούτε με την πλήρη κατάργηση κάθε ρήτρας ασφάλειας. Αντίθετα η Κύπρος, ως πλήρες μέλος της ΕΕ, έχει τη δυνατότητα να υιοθετήσει το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας, προσδίδοντάς του ουσιαστικό περιεχόμενο. Έτσι, θα εμπεδωνόταν και το αίσθημα ασφάλειας σε όλους τους πολίτες, Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους. Πατώντας στο στέρεο έδαφος του πραγματισμού Τσίπρας και Αναστασιάδης έχουν την ευκαιρία να ακολουθήσουν ευέλικτες πολιτικές, χωρίς εθνικούς εγωισμούς, απαλλαγμένοι από τα στερεότυπα του παρελθόντος με τις όποιες εθνικιστικές αποχρώσεις τους.
Η ελληνική κυβέρνηση, αποφεύγοντας λογικές ποδηγέτησης, θα μπορούσε να συμβάλει δημιουργικά στην προώθηση της επίλυσης του Κυπριακού. Το μήνυμά της θα πρέπει να είναι απολύτως καθαρό και διαυγές, αγνοώντας τους θύλακες της αδράνειας σε Ελλάδα και Κύπρο που ουσιαστικά υπερασπίζονται τη διατήρηση του σημερινού status quo. Ταυτόχρονα, οφείλει να εναρμονίσει τις πολιτικές της με εκείνες που με σταθερότητα υπερασπίζονται τόσο ο πρόεδρος Αναστασιάδης, αλλά και τα δύο μεγάλα κόμματα της Κύπρου, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ. Το κεκτημένο που διασφάλισαν Αναστασιάδης-Ακιντζί θα δώσει περαιτέρω ώθηση στις διαπραγματευτικές συνομιλίες, προκειμένου να λάβει τέλος μια ιστορική εκκρεμότητα, που χρόνια τώρα, στερεί από την Κύπρο σημαντικές ευκαιρίες και δυνατότητες για την ανάπτυξη και ευημερία της.
Το άρθρο αναδημοσιεύθηκε και στο site:http://www.huffingtonpost.gr/