Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Η Καθημερινή, 18/10/2019
«Η συμπεριφορά του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος σε αυτή την επιλογή υποψηφίου είναι μια αξιοθαύμαστη ένδειξη μειούμενης διανοητικής ικανότητας. Περνιούνται για ηγέτες και ικανοί, και καταλήγουν να επιλέγουν έναν τέταρτης διαλογής ομιλητή που δεν ξέρει γραμματική».
Αυτά έγραψε η εφημερίδα New York Herald όταν ανακοινώθηκε ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 1860. Ηταν ταραγμένες εποχές τότε, τα διακυβεύματα ήταν άλλα, τα κόμματα εντελώς διαφορετικά, πάντως η επιλογή των Ρεπουμπλικανών να παραμερίσουν τους λιγοστούς ικανούς και έμπειρους πολιτικούς που είχαν στις τάξεις τους και να επιλέξουν έναν σχετικά άγνωστο δικηγόρο που είχε όλη κι όλη μία θητεία στη Βουλή των Αντιπροσώπων (μόλις διετή, δέκα χρόνια νωρίτερα, με άλλο κόμμα) για να διεκδικήσει την προεδρία, έμοιαζε μεγάλο λάθος. Ορίστε τώρα τι έγραψε γι’ αυτόν μόλις δεκαεννέα χρόνια μετά το άρθρο της εφημερίδας ο μεγάλος ποιητής Ουόλτ Γουίτμαν:
«Αν οι Αρχαίοι Ελληνες είχαν αυτό τον άνδρα, τι τριλογίες, τι έπη θα είχαν γραφτεί γι’ αυτόν! Πώς θα τον υμνούσαν οι ραψωδοί! Πόσο γρήγορα θα είχε ανέλθει αυτή η ισχνή, ψηλόλιγνη μορφή στον κόσμο όπου οι άνθρωποι ζωογονούν θεούς, κι οι θεοί θεοποιούν ανθρώπους! Μα ο Λίνκολν, ο θάνατος κι ο βίος του, που θα ήταν μέγας σε κάθε εποχή, ανήκουν στη δικιά μας».
Μέσα σε αυτά τα δεκαεννέα χρόνια, και αφού μεσολάβησαν ένας εμφύλιος και η απελευθέρωση των σκλάβων, ο άσημος δικηγοράκος που «δεν ξέρει γραμματική» είχε μετατραπεί σε ένα αθάνατο εθνικό σύμβολο. Μέσα σε λίγα χρόνια ακόμα είχε γίνει ένα διαχρονικό και πανανθρώπινο σύμβολο ηγεσίας, αξιοπρέπειας και καλοσύνης.
«Το μεγαλείο του Ναπολέοντα, του Καίσαρα ή του Ουάσιγκτον δεν είναι παρά φεγγαρόφως μπροστά στον ήλιο που ήταν ο Λίνκολν», έγραφε ο Λέων Τολστόι το 1909. «Το παράδειγμά του είναι οικουμενικό και θα ζήσει για χιλιετίες. Ηταν μεγαλύτερος από τη χώρα του – μεγαλύτερος από όλους τους προέδρους μαζί, και ως μεγάλος χαρακτήρας θα ζει, όσο ζει ο κόσμος».
Και το ερώτημα που θέλω να σας θέσω σήμερα εδώ (ένα ερώτημα ρητορικό, μια νοητική άσκηση, βασικά) είναι το εξής:
Πώς πιστεύει ο κάθε Ορμπαν ότι θα τον θυμάται ο κόσμος; Τι νομίζει ότι θα γράφουν οι ποιητές λίγα χρόνια μετά τη λήξη της θητείας του ο Μπόρις Τζόνσον;
Το θέμα της υστεροφημίας ανθρώπων που βρίσκονται σε τέτοιες θέσεις είναι κάτι που το σκέφτομαι συχνά – από ό,τι φαίνεται συχνότερα από ό,τι οι ίδιοι. Ελάχιστοι από εμάς θα βρεθούμε ποτέ στη θέση να επηρεάζουμε με τα λόγια και τις πράξεις μας τις ζωές χιλιάδων ή εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά πολλοί από αυτούς που θα βρεθούν θα αποτιμηθούν και από την Ιστορία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ασφαλώς κάποιοι θα έχουν μικρή ή μηδαμινή επίπτωση σε οτιδήποτε, και η Ιστορία θα τους προσπεράσει, και γι’ αυτό λίγοι θυμούνται σήμερα τον Ιγνάτιο φον Ρούντχαρντ, τον Μπενιζέλο Ρούφο ή τον Κωνσταντίνο Γεωργακόπουλο (πρωθυπουργοί της Ελλάδας, όλοι τους).
Αλλοι, όμως, καταγράφονται. Πλέον ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία οι ιστορικές πηγές είναι πάρα πολύ εύκολα προσβάσιμες, και η ιστορική αποτίμηση της ζωής καθεμιάς τέτοιας προσωπικότητας απέχει μόνο ένα Google search. Αρα, οποιοσδήποτε μπορεί να διαπιστώσει ότι η Ιστορία δεν είναι και πολύ ευγενική ή επιεικής, και ότι οι Λίνκολν είναι λίγοι.
Καθότι, δε, ζούμε σε μια τέτοια εποχή κατά την οποία η διάχυση της πληροφορίας δεν γίνεται στάγδην, όπως το 1870, αλλά ωσάν χείμαρρος έπειτα από κατακλυσμό σε ρέμα με αυθαίρετα, η Ιστορία έχει να καταγράψει πολύ περισσότερα πράγματα και, ως γνωστόν, όσο ψάχνει κανείς, βρίσκει. Οπότε πώς το σκέφτονται οι πάσης φύσεως λαϊκιστές και τα alt-right λουλούδια; Πώς θεωρούν ότι καταγράφονται στα ιστορικά κατάστιχα; Τι νομίζει ότι θα λένε γι’ αυτόν ο Μαδούρο; Πώς το σκέφτεται το θέμα ο Πούτιν; Ζουν όντως σε μια στρεβλή πραγματικότητα, πεπεισμένη απ’ τους κολαούζους τους πως ό,τι κάνουν καταγράφεται ως ευεργεσία στην ανθρωπότητα και το σύμπαν θα τους ευχαριστεί αιώνια για το ότι υπήρξαν; Ή μήπως δεν τους νοιάζει καθόλου το μετά, η υστεροφημία, το αποτύπωμα που θα αφήσουν πίσω τους, η «πολιτική ως επάγγελμα» ή οτιδήποτε ευρύτερο από την ισχύ καθαυτή και τα καθημερινά και εφήμερα παρελκόμενα της εξουσίας;