Μαρία Κατσουνάκη
Καθημερινή, 4/2/2018
Η ομιλία του Γιάννη Μπουτάρη την περασμένη Κυριακή για την Εθνική Ημέρα Μνήμης των Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος ήταν υποδειγματική. Δεν χαρίστηκε στην πόλη του χωρίς να διχάσει, αναψηλάφησε τραύματα και μνήμες χωρίς να λαϊκίσει, προκάλεσε ερωτήματα και έδωσε απαντήσεις χωρίς να φοβηθεί το κόστος, κατέγραψε ως παράγοντας της πολιτείας δυσπρόφερτες αλήθειες σεβόμενος τη μόνη «ισορροπία» που όφειλε να κρατήσει: απέναντι στη συνείδησή του και στην ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Οδηγός του σε αυτήν τη δύσκολη περιπλάνηση η ιστορία μιας τριαντάχρονης Εβραίας, της Μπουένα Σαρφατή, Σαλονικιάς πάππου προς πάππον. Δεν ήταν μια αγιογραφία ο λόγος του. Λέξεις όπως «μάρτυρες» ή «ήρωες» φρόντιζε να τις αποφορτίζει, να εστιάζει στο «άνθρωποι ήταν και αυτό ζητούσαν να είναι». Χίλιοι Θεσσαλονικείς Εβραίοι γλίτωσαν από τους 45 –και βάλε– χιλιάδες. Επέστρεψαν στη γενέθλια πόλη. Ποια πόλη; Εκανε έναν σύντομο απολογισμό του παρελθόντος, ενός παρελθόντος «που μας καταδιώκει και μας στοιχειώνει», «σιωπηλού, αόρατου, αλλά παρόντος»: «Είναι το μαρμαρόστρωτο προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, φτιαγμένο από εκατοντάδες ταφόπλακες από το κατεστραμμένο από Γερμανούς και Ελληνες χριστιανούς υπαλλήλους του δήμου εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης, υλικό “άνευ αξίας” κατά τον επιβλέποντα της αναστήλωσης αρχαιολόγο Στυλιανό Πελεκανίδη. Είναι το Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο που οικοδομήθηκαν πάνω σε μια από τις σημαντικότερες νεκροπόλεις της Ευρώπης. Είναι οι εβραϊκές ταφόπλακες που στρώθηκαν μπροστά στο Στρατηγείο και πέριξ του Βασιλικού Θεάτρου, εκείνες που χρησιμοποίησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο του 1948 για την κατασκευή οδών και πεζοδρομίων παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της ισραηλιτικής κοινότητας».
Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν; Ποιες τελετές έγιναν, αναρωτήθηκε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης. «Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Εκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτευσε όταν άλλοι, πολλοί γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων και των λιγοστών παρόντων».
Ο κ. Μπουτάρης αναφέρθηκε στο υπό ανέγερση Μουσείο του Ολοκαυτώματος ως εξής: «Θα συμβολίζει την ντροπή μας», είπε. «Για όσα έγιναν, για όσα κάναμε, και κυρίως για όσα δεν μπορέσαμε ή δεν θελήσαμε να κάνουμε, γηγενείς και πρόσφυγες, δεξιοί και αριστεροί κατά και μετά τον πόλεμο. Το Μουσείο είναι μια οφειλή της πόλης αλλά και ένα προσωπικό στοίχημα για μένα. Είναι μια οφειλή στους Εβραίους της, ως Θεσσαλονικείς, Ελληνες και Σεφαραδίτες».
Είπε και άλλα ο δήμαρχος. Για την επίγνωση του βάρους της ιστορίας που η πόλη καλείται να σηκώσει, για τον δήμο που σκοπεύει να συνεχίσει να μετατρέπει τη σιωπή σε λόγο, λόγο παρηγορητικό, αλλά και λόγο θαρραλέο.
Επανερχόμαστε στην ομιλία, μία εβδομάδα αργότερα, γιατί έχει σημασία να επιστρέφουμε σε λόγους με περιεχόμενο. Είναι εξάλλου τόσο λίγοι και τους έχουμε τόσο ανάγκη. Πολιτικούς λόγους, εννοούμε, που να αντιμετωπίζουν το κοινό τους ως ενήλικες και όχι ως αθύρματα ή ψηφοφόρους. Που να θέτουν μια πόλη, μια χώρα, ενώπιον των ευθυνών της, χωρίς διδακτισμό. Να μην αποσιωπούν αλλά και να μην προσβάλλουν. Να προτείνουν τρόπους επανόρθωσης, χωρίς υποσχέσεις αυτόματης θεραπείας. Να μη χαϊδεύουν τους πολίτες αποσιωπώντας τη μνήμη. Εξάλλου, όπως κατέληξε ο κ. Μπουτάρης, τίποτα δεν έχει οριστικά τελειώσει. Πρόσφατη η βεβήλωση του μνημείου του Ολοκαυτώματος και ο εμπρησμός της ιστορικής κατοικίας μιας Εβραίας και μουσουλμάνας Θεσσαλονικιάς…
Σε καιρούς κατά τους οποίους η αντιπαράθεση αυγατίζει μέσα από ακραίες εκδοχές συλλαλητηρίων, μέσα από βαρβαρότητες ενός ανεξέλεγκτου οπαδισμού, το θυμικό υπερχειλίζει και η «αλήθεια» πάει κι έρχεται ως λέξη-κλειδί με πολλούς κλειδοκράτορες, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης απέδειξε κάτι: πως η έκφραση «ενσυνείδητος πατριωτισμός», που χρησιμοποίησε για άλλους λόγους ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, έχει υπόσταση. Προϋποθέτει απλώς συνείδηση, χωρίς την οποία δεν υπάρχει συνύπαρξη. Χωρίς την οποία και ο «πατριωτισμός» ανεμίζει σαν αδειανό πουκάμισο, σαν πλαστική σημαία.