Γιώργος Καρελιάς
Protagon.gr, 03/09/2018
Το ΠΑΣΟΚ συμπληρώνει σήμερα 44 χρόνια ζωής. Με βάση την τυπική κατάταξη, ένας άνθρωπος σε αυτήν την ηλικία κατατάσσεται μεν στην κατηγορία των μεσηλίκων, αλλά βρίσκεται στην ακμή του: αρκετά ώριμος, με αρκετές εμπειρίες και, κυρίως, με πολύ μέλλον μπροστά του. Τι συμβαίνει σήμερα με την περίπτωση του κόμματος που σφράγισε όσο κανένα άλλο την περίοδο της Μεταπολίτευσης;
Πριν καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, ας δούμε μερικά δεδομένα:
Πρώτον, μέχρι το 2009 το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε τον βασικό πυλώνα του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, κυβερνώντας περισσότερα χρόνια από τον έτερο πόλο, την ΝΔ.
Δεύτερον, ουδέποτε το εκλογικό ποσοστό του έπεσε κάτω από το όριο του 40%. Μόνο στη χειρότερη στιγμή του, τον Ιούνιο του 1989, έπεσε στο 39,13% και αμέσως μετά (Νοέμβριος) ξεπέρασε πάλι το 40%. Ο ιδρυτής του Ανδρέας Παπανδρέου και ο πρώτος διάδοχός του Κώστας Σημίτης το κράτησαν και το παρέδωσαν κραταιό.
Τρίτον, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012, τις πρώτες εκλογές μετά τα μνημόνια, έχασε πολύ περισσότερη από τη μισή εκλογική του δύναμη.
Τέταρτον, τον Ιανουάριο του 2015 απειλήθηκε με κοινοβουλευτική εξαφάνιση (4,68%) και τον Σεπτέμβριο μόλις που ξεπέρασε το 6%. Οι τρεις τελευταίοι αρχηγοί του Γιώργος Παπανδρέου, Βαγγέλης Βενιζέλος και Φώφη Γεννηματά εξ αντικειμένου ευθύνονται για τις απανωτές εκλογικές συντριβές, στο όριο της εξαΰλωσης.
Τι συμβαίνει σήμερα; Η κακή κατάσταση του χώρου υποχρέωσε την ηγεσία να αναζητήσει ακόμα και νέο όνομα. Όμως, η φιλόδοξη απόπειρα του Κινήματος Αλλαγής δεν ευδοκίμησε και, μετά την αποχώρηση του Ποταμιού, το ΠΑΣΟΚ μένει ουσιαστικά μόνο στη προσπάθεια «ανασύνταξης».
Το ΠΑΣΟΚ, ως μικρό κόμμα πια, βρίσκεται εγκλωβισμένο στη μέγγενη του νέου δικομματισμού, που συγκροτείται από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Η κυρία Γεννηματά «προβλέπει» ότι οι επόμενες εκλογές «θα είναι ντέρμπι για τρεις» (εδώ), αλλά η εκτίμηση αυτή μάλλον εντάσσεται στη σφαίρα των επιθυμιών.
Ο σημερινός χώρος του ΠΑΣΟΚ ταλανίζεται από τις διαφορετικές επιδιώξεις. Η ηγεσία του προσπαθεί να προβάλει την εικόνα ενός κόμματος αυτόνομου, που στέκεται απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και στη ΝΔ. Όμως, η συντριπτική πλειονότητα των σημερινών στελεχών εκφράζεται με σφοδρή αντιΣΥΡΙΖΑ ρητορεία και ένα ισχυρό κομμάτι δεν κρύβει ότι προσβλέπει σε μετεκλογική κυβερνητική συνεργασία με την ΝΔ. Υπάρχουν και αντίρροπες δυνάμεις, που προσβλέπουν σε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι σαφώς μειοψηφικές (ένα παράδειγμα εδώ).
Ουσιαστικά η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έχει ένα διπλό πρόβλημα εν όψει των εκλογών:
Θα ήθελε νίκη της ΝΔ και αυτοδυναμία, ώστε να μην υποχρεωθεί το ΠΑΣΟΚ να συμπράξει ξανά σε κυβέρνηση συνεργασίας, όπως το 2012, η οποία είχε για το ίδιο καταστροφικά εκλογικά αποτελέσματα το 2015. Αν δεν υπάρχει αυτοδυναμία, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ γνωρίζει ότι θα δεχθεί ισχυρές πιέσεις.
Ταυτόχρονα, θα ήθελε οι όποιες εκλογικές απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ να κατευθυνθούν προς το ίδιο (και όχι προς τη ΝΔ), ώστε να αλλάξουν οι συσχετισμοί στο χώρο της αντιπολίτευσης και το ΠΑΣΟΚ να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ. Για να συμβεί αυτό, όμως, πρέπει ικανό μέρος πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, που το 2015 πήγαν στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ, να επιστρέψουν στην παλιά κοίτη τους. Η επιδίωξη, όμως, αυτή δυσχεραίνεται από την σφοδρή -και σχεδόν μονομέτωπη- αντιΣΥΡΙΖΑ στάση του, δεδομένου του (παραδοσιακού) αντιδεξιού χαρακτήρα αυτών των ψηφοφόρων.
Το ΠΑΣΟΚ μοιάζει σήμερα με έναν ώριμο μεσήλικα, ο οποίος έχει πλούσιο παρελθόν αλλά αβέβαιο, αν όχι σκοτεινό, μέλλον. Ειδικά αν στις προσεχείς εκλογές κυριαρχήσει η πόλωση μεταξύ των δύο διεκδικητών της εξουσίας. Οσον αφορά την αισιοδοξία της σημερινής ηγεσίας του, καλό είναι να έχει υπόψη της αυτό που είχε πει ο ηθοποιός Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ: «Τα πράγματα ποτέ δεν είναι τόσο άσχημα ώστε να μην μπορούν να χειροτερέψουν».