Μαρία Κατσουνάκη
Η Καθημερινή, 31/7/2018
Ας ξεχάσουμε την όποια κανονικότητα για πολύ καιρό ακόμη. Οι δεκάδες νεκροί και οι ιστορίες τους παρεισφρέουν στην καθημερινότητα και τη στοιχειώνουν. Κάποιος σώθηκε και κάποιος άλλος χάθηκε την ίδια στιγμή, ο ένας γιατί βρήκε τη διέξοδο για τη θάλασσα, ο άλλος γιατί, ενώ την είχε βρει, αποφάσισε να γυρίσει σπίτι του να πάρει κάτι πολύτιμο που είχε ξεχάσει. Τα λεπτά μετρούσαν αντίστροφα, ούτως ή άλλως, αφού μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στα χρονικά συντελέστηκε μέσα σε λιγότερες από 12 ώρες.
Πένθη αυτού του μεγέθους απορροφούνται πολύ δύσκολα από την κοινωνία. Παίρνουν θέση στη μνήμη, καταγράφονται στη διάθεση, στις αντιδράσεις, στον τρόπο που βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τη ζωή και τον κόσμο. Μπορεί να μειώνεται η ένταση, αλλά το γεγονός αυτό καθαυτό, όσο κι αν συρρικνωθεί καθώς απομακρύνεται από το «βίωμα», έχει ήδη μετασχηματιστεί και εξακτινωθεί.
Μαζί με τους δεκάδες κατοίκους που κάηκαν –ο αριθμός τους αυξάνεται καθημερινά–, «κάηκαν» και οι τελευταίες αυταπάτες, τα ημίμετρα και τα μπαλώματα των μέτρων, τα ψέματα και οι κυνικοί θεατρινισμοί, τα τελευταία δήθεν επιχειρήματα, οι μόνον προεκλογικές εξαγγελίες, ο διαρκής εμπαιγμός και η διαρκής ανακολουθία. Το Μάτι αποτελεί κομβική στιγμή. Έχει τη δυναμική να μετακινήσει τη χώρα προς τη σοβαρότητα, να υποδείξει διαδρομές ορθολογικού σχεδιασμού και όχι τους παράδρομους του εμπαιγμού, της συναλλαγής, της αυθαιρεσίας – πολιτικής εξουσίας και πολιτών.
«Καίγονται» και όσοι τάζουν μεγαλόστομα, τροφοδοτώντας τον καταστροφικό λαϊκισμό τού «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Όσοι με επικοινωνιακούς τακτικισμούς νομίζουν ότι μπορούν να ελίσσονται ανάμεσα σε πτώματα και αποκαΐδια.
Αρκούν δύο δημοσιεύματα της «Κ» («Η εκκένωση που κανείς δεν ήξερε πώς γίνεται» της Τάνιας Γεωργιοπούλου και «Σύσκεψη με αλληλοκατηγορίες στη συνάντηση του συντονιστικού πολιτικής προστασίας» του Γιώργου Λιάλιου, για τη συνεδρίαση της 26ης Απριλίου) για να αντιληφθεί κανείς το βάθος και την έκταση του αλαλούμ, τον εγκληματικό εφησυχασμό σε συνδυασμό με την ανυπαρξία λειτουργικών υποδομών αλλά και «λειτουργικών» αρμοδιοτήτων. Γιατί και αρμόδιοι υπάρχουν και οι ρόλοι είναι σαφώς κατανεμημένοι, ώς τη στιγμή που ξεσπάει το κακό και η ευθύνη πυρακτώνεται και στη συνέχεια εξαϋλώνεται καθώς περνάει από τον έναν στον άλλον, για να συναντήσει στο τέλος τις «ακραίες καιρικές συνθήκες» και τα «σκοτεινά σχέδια εμπρηστών» (ανύπαρκτα όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων).
Φλόγες, με τέτοια σφοδρότητα, καίνε προς στιγμήν τα πάντα: το θράσος και τις ελπίδες, την υποκρισία και τις αναμονές. Όμως καθώς ο θυμός καταλαγιάζει (όχι ο πόνος, αυτός υποχωρεί απλώς), ουδείς μπορεί να κρυφτεί σε έναν κρανίου τόπο. Ούτε οι κυβερνώντες ούτε εμείς.
Σε τρία χρόνια η Ελλάδα θα γιορτάσει τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και την ανεξαρτησία της. Οι νεκροί και οι στάχτες του 2018 θα είναι εκεί για να θυμίζουν ότι ποτέ δεν γίναμε «κανονικό» κράτος.