Νίκος Βατόπουλος
Καθημερινή, 7/10/2017
Η εικόνα που παρουσιάζουν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ στην κοινωνία είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτή εκ των έσω, μέσα δηλαδή από τα κυβερνητικά επιτελεία. Αλλά, σαφώς, όσο και να είναι ισχυρές η ανάγκη και η επιθυμία για άρνηση της πραγματικότητας, όσο και να υπερισχύει ο βολονταρισμός και η στρέβλωση του ορθού λόγου, είναι δύσκολο αν όχι αδύνατον να παραμείνει αρραγής η εικόνα της κυβέρνησης. Πέρα από την υπόθεση του Ελληνικού, της ρύπανσης του Σαρωνικού, της νομοθεσίας περί αλλαγής ταυτότητας φύλου, των ταξί και της ΕΡΤ, όλα όσα δείχνουν στον απλό πολίτη τις παλινωδίες μίας κυβέρνησης, στα μικρά και στα μεγάλα, υπάρχει η αγωνία του πρωθυπουργού να πείσει ότι, πέρα από τον γνωστό ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει και ο νέος ΣΥΡΙΖΑ, που προβιβάστηκε γιατί «κατανόησε πώς λειτουργεί ο κόσμος». Δυστυχώς, όμως, για να περάσει μια τέτοια άποψη δεν αρκεί η ρητορική που επιχειρεί να διαψεύσει όλα τα προηγούμενα λεχθέντα, γιατί έρχεται η καθημερινότητα και κατακρημνίζει την πρόσοψη. Και κυρίως έρχονται οι άνθρωποι με τους οποίους ο ίδιος ο πρωθυπουργός περιβάλλει με την εμπιστοσύνη του και μας υπενθυμίζουν ότι η κουλτούρα του 3% είναι το θεμέλιο. Αυτή υπαγορεύει την πολιτική και αυτή συντηρεί το όποιο ακροατήριο.
Ο πρωτογονισμός που διαπνέει την κουλτούρα του ΣΥΡΙΖΑ προφανώς και έχει διαποτίσει την αντίληψη που έχουν πολλά κυβερνητικά στελέχη για την ελληνική κοινωνία και τον διεθνή παράγοντα. Η ίδια η ιδρυτική ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος βασίστηκε στη συνένωση, στον συγχρωτισμό και στη σταδιακή αφομοίωση ομάδων με σαφή αντιθεσμικά και αντιδυτικά χαρακτηριστικά. Αυτά παραμένουν. Ωστόσο, η ρητορική του πρωθυπουργού (και όχι η επιλογή των προσώπων) θέλει να πείσει ότι το 2015 δεν υπήρξε ποτέ ή έστω ότι έπρεπε να συμβεί όπως παθαίνει κανείς παιδικές ασθένειες. Κατανοητή η ανάγκη, αλλά οι πιθανότητες επιτυχίας είναι μηδαμινές.
Και θα μπορούσε κανείς να δεχθεί τις εσωτερικές σφαγές στα κομματικά έδρανα ως ένα φυσικό σύμπτωμα μιας κυβέρνησης χωρίς αίγλη (για να το πει κανείς κομψά), αν υπήρχε ηγεσία με κύρος. Αλλά φυσικά, ο κύριος πρωθυπουργός γνωρίζει ότι αυτό που ανέλαβε τον ξεπερνά και ότι την τροπή που θέλει να δώσει στην εικόνα του κυβερνητικού έργου (στην πορεία, πλέον, προς τις εκλογές) δεν θα την επιτύχει. Οχι μόνο γιατί τα στελέχη του δεν μπορούν και ούτε θέλουν, αλλά και γιατί ο ίδιος δεν έχει περιθώρια να κερδίσει νέους οπαδούς. Και όταν ο αγώνας είναι απλώς για να συγκρατήσεις τις διαρροές σου, τότε η όποια γοητεία είναι εξ ορισμού απούσα. Παρακολουθούμε το δεύτερο μέρος μιας κυβερνητικής θητείας με φθίνουσα επιρροή και έναν πρωθυπουργό που αγωνίζεται να πείσει ότι δεν είναι ο εαυτός του.