Του Γιώργου Πανταγιά
Το παρελθόν είναι ακαταγώνιστο. Η δύναμη της συνήθειας παραμένει ισχυρή. Μολονότι μας ελκύει η αλλαγή, εντούτοις στην πράξη την αποφεύγουμε. Επιλέγουμε την ασφάλεια της αδράνειας και της στασιμότητας. Ουσιαστικά είμαστε δέσμιοι του αρχέγονου εαυτού μας. Μένουμε προσκολλημένοι σε ξεπερασμένους φορμαλισμούς, ιδεοληψίες, αγκυλώσεις. Ακόμη και σε αχρείαστες αυταρέσκειες, αντί να χαράξουμε και να περπατήσουμε νέους δρόμους. Έτσι βρισκόμαστε σε δυσαρμονία με τη ζώσα πραγματικότητα. Και το χειρότερο συντηρούμε και αναπαράγουμε την υστέρηση.
Στο πεδίο της πολιτικής, καθρεφτίζεται με πολύ έντονο τρόπο η αδυναμία απεξάρτησης, από ότι μας κρατάει καθηλωμένους στο χθες. Μας το υπενθυμίζουν οι σκουριασμένες ιδεολογικοπολιτικές αποσκευές των κομματικών μηχανισμών και κυρίως οι μέθοδοι και οι πρακτικές τους, ανεξάρτητα από την όποια σήμανση διεκδικούν, δεξιόστροφη είτε αριστερόστροφη. Η μεταστοιχείωση του παρόντος σε ένα ζωτικό χρόνο, είναι καίρια προϋπόθεση προκειμένου η πολιτική να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες του μέλλοντος.
Οι δεδομένες μορφές διακυβέρνησης, τα παραδοσιακά πολιτικά υποκείμενα και οι συνακόλουθοι συνασπισμοί εξουσίας, αντιστοιχούν σε άλλες εποχές. Εξ ου και αδυνατούν να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Και αυτό γιατί ενσαρκώνουν την αποκαλούμενη μικρομεσαία μιζέρια, την υπερτροφία πολιτικών διαμεσολάβησης, πελατειακών σχέσεων και συντεχνιακών εξυπηρετήσεων με απώτερο στόχο τη χειραγώγηση των εκλογέων.
Η περιπέτεια της χρεωκοπίας επιβεβαίωσε την πολιτική ανορθογραφία την οποία πρέσβευαν οι δυνάμεις της συντήρησης, του ανορθολογισμού, του λαϊκισμού. Παρά τις δυσβάσταχτες οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες της, φαίνεται ότι τελικά δεν αποτέλεσε αντικείμενο αναστοχασμού ως προς τις προτεραιότητες που έχει ζωτική ανάγκη η χώρα.
Οι παραδοσιακές αντιλήψεις και οι ανορθόδοξες πρακτικές παραμένουν κυρίαρχες. Ο κρατισμός υιοθετείται δίχως καμμιά περίσκεψη, ακόμη και από δυνάμεις που στο παρελθόν τον είχαν αποκηρύξει. Το αντιπαραγωγικό και παρασιτικό μοντέλο εξακολουθεί και δεσπόζει, συντηρώντας τις κοινωνικές ανισότητες. Οι πολυδιαφημιζόμενες μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα σε κάποιους καίριους τομείς της δημόσιας ζωής, αποδεικνύονται ψευδεπίγραφες. Η υπόσχεση για ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό πρότυπο δεν έχει αποκτήσει, τουλάχιστον μέχρι τώρα, πρακτικό αντίκρισμα.
Επομένως η προσαρμογή της Ελλάδας στο νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον αποτελεί ζητούμενο. Το εγχώριο πολιτικό σύστημα αποπνέει παρελθόν. Η αναμόρφωση και ο εκσυγχρονισμός του εγκαταλείπονται, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες και κοντόφθαλμες επιλογές. Αλλά και να διατηρηθούν άθικτοι οι μαρμαρωμένοι μηχανισμοί τους. Η ψηφοθηρία έχει αναδειχθεί σε πυξίδα επιλογών και αποφάσεων. Το εκλογικό σώμα αντιμετωπίζεται ως δεξαμενή για την άντληση ψήφων. Επιπροσθέτως, η μικροπολιτική αποτρέπει μακρόπνοες στρατηγικές προτάσεις. Έτσι οι επικρατούσες παθογένειες εμποδίζουν αν δεν ακυρώνουν, τη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνικοπολιτικής συνειδητοποίησης, που θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της χώρας και της οικονομίας.
Ο κύκλος που άνοιξε με τις εκλογές του 2019, ουσιαστικά εδραζόταν στην αποδοκιμασία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Καταλύτης για την πολιτική μεταβολή υπήρξε, το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Η μεταρρυθμιστική υπόσχεση του Κυριάκου Μητσοτάκη λειτούργησε συμπληρωματικά. Η κυριαρχία του παραμένει ανθεκτική, γιατί η κρίση αξιοπιστίας που αντιμετώπισε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξακολουθεί και είναι ισχυρή. Δίχως αυτήν η κυβερνητική αυταρέσκεια θα αμφισβητούνταν σήμερα περισσότερο, από τμήμα των εκλογέων οι οποίοι στήριξαν τον Πρωθυπουργό. Πάντως η μεταρρυθμιστική δυναμική του, δείχνει να έχει εξανεμισθεί. Οι υπέρμετρες προσδοκίες και αναμονές που είχαν καλλιεργηθεί, φανέρωσαν τα όρια τους.
Στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση οι πρωταγωνιστές, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι αναμένεται να επιδοθούν σε μια άγονη μάχη στρατηγημάτων. Με άλλα λόγια προτάσσουν την κομματική τους κυριαρχία και επιτυχία, επιβεβαιώνοντας το στενό πολιτικό τους ορίζοντα.
Η διεκδίκηση της κυβερνητικής αυτοδυναμίας από τη Ν.Δ, περιφρονεί την αξία των συγκλίσεων και συναινέσεων στα μείζονα προβλήματα του τόπου. Η επιλογή αυτή δεν συνιστά μόνο απολυτότητα, αλλά ενέχει και τον κίνδυνο να θεωρηθεί αλαζονική και εκβιαστική.
Η αποκαλούμενη προοδευτική διακυβέρνηση την οποία επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ, προσκρούει σε ένα κράμα ιδεοληψιών και πρωτόγονου αναχρονισμού. Κάτι που ουσιαστικά αντιστρατεύεται το διακηρυγμένο στόχο του.
Η επιδίωξη του ΠΑΣΟΚ να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις μετεκλογικές εξελίξεις, συνοδεύεται από αμφισημίες και απαίδευτες προσεγγίσεις. Η ασάφεια του ως προς το δίλημμα της διακυβέρνησης, εύλογο είναι να επιτείνει την πολιτική του αμηχανία.
Οι πολιτικές ηγεσίες υιοθετώντας στρατηγήματα, αδυνατούν να επενδύσουν στη μεγάλη εικόνα. Η αδυναμία τους αυτή, επιτείνει την φθορά της πολιτικής και την κρίση εμπιστοσύνης, τροφοδοτώντας τις ακραίες δυνάμεις του εθνικισμού, του λαϊκισμού και του ανορθολογισμού. Απεναντίας πολιτικές που υπηρετούν στρατηγικά προτάγματα για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, διαμορφώνουν στέρεη αποδοχή και κυριαρχία, προσπερνώντας τη μικρομεσαία μιζέρια που δεν μυρίζει μόνο ανέξοδες προεκλογικές αντιπαλότητες και έντονα τοξικό κλίμα, αλλά και οσμή ναφθαλίνης.