Περιοδικό LIFE
31 Μαΐου 2013
Εδώ και χρόνια οι εκπρόσωποι των κομμάτων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων και της αυτοδιοίκησης, αντιμετώπιζαν τους πολίτες ως απλούς πελάτες. Καίριο μέλημά τους ήταν να διακινούν το «προϊόν» τους στην πολιτική αγορά για την άγρα ψήφων. Ακολουθώντας τον κανόνα της προσφοράς και της ζήτησης, φρόντιζαν το εμπόρευμά τους να είναι ελκυστικό, να ανταποκρίνεται στις ατομικές ανάγκες και να ικανοποιεί αιτήματα διαφόρων επαγγελματικών ομάδων.
Αν και επικαλούνταν την κοινωνία, στην πραγματικότητα δεν νοιάζονταν γι’ αυτήν. Δεξιοί, Αριστεροί, Κεντρώοι είχαν ασπαστεί τη γνωστή φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους» – προφανώς με ανάγκες, θα συμπληρώσω. Αυτή ήταν η πεμπτουσία της πολιτικής και τις πρακτικής τους, αν και την ίδια την Βρετανίδα Πρωθυπουργό την αποκήρυσσαν ως σκληρή και ανάλγητη.
Καθοδηγούμενοι ωστόσο από τη θατσερική αντίληψη, αγνοούσαν το γενικό συμφέρον της χώρας, αδιαφορούσαν για την υστέρηση και υπανάπτυξή της, σφύριζαν αμέριμνα ακόμα και όταν έβλεπαν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας να αποκτούν εκρηκτικές διαστάσεις. Προτιμούσαν να τα κρύβουν κάτω από το χαλί, παρόλο που ήξεραν ότι θα τα βρουν μπροστά τους.
Η λογική «λεφτά υπάρχουν» στην ουσία ήταν διακομματική και διαπαραταξιακή. Την είχαν ασπαστεί άπαντες. Συμπολιτευόμενα και αντιπολιτευόμενα κόμματα, κυβερνητικές και αντικυβερνητικές συνδικαλιστικές παρατάξεις, πράσινοι – γαλάζιοι – κόκκινοι δήμαρχοι, ζούσαν για πολλές δεκαετίες τον δικό τους μύθο.
Αντιμετώπιζαν τα δημόσια οικονομικά ως ένα μεγάλο κουμπαρά, από τον οποίο εκταμίευαν όποιο χρηματικό ποσό ήθελαν για να συντηρούν το υπεράριθμο προσωπικό του δημοσίου, να μοιράζουν αφειδώς επιδόματα σε ανθρώπους που δεν τα δικαιούνταν, να διατηρούν εξωφρενικά προνόμια σε προνομιούχες επαγγελματικές ομάδες κ.ά.
Θέλοντας να είναι αρεστοί, χάιδευαν αυτιά, μοίραζαν υποσχέσεις υιοθετούσαν ακραία αιτήματα συντεχνιών, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ένα ισχυρό πελατειακό σύστημα στην κρατική διοίκηση, στους δημόσιους οργανισμούς και επιχειρήσεις, στους δήμους, στις περιφέρειες.
Αλλά και οι πολίτες-πελάτες συνεχώς ζητούσαν, αγνοώντας τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Έτσι εξάλλου είχαν συνηθίσει, με αυτόν τον τρόπο είχαν εκπαιδευτεί. Μάλιστα αν τους ρωτήσεις, θα σου απαντήσουν πως για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας φταίνε οι αγορές, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, οι μερκελιστές και διάφοροι άλλοι.
Ζώντας όλοι μαζί σε ένα καθεστώς αυταρέσκειας και αμεριμνησίας, πίστευαν ότι η Ελλάδα έχει ανεξάντλητες δυνατότητες. Οι πάντες έχουν την υποχρέωση να μας δανείζουν ως περιούσιος λαός που είμαστε. Τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την αντιμετώπιζαν σαν μια μεγάλη ευκαιρία για την άντληση επιδοτήσεων. Δεν τους καιγόταν καρφί αν η χώρα, αντί να εναρμονιστεί με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, βρισκόταν σε διαρκή απόκλιση από αυτό.
Αλλά ακόμη και σήμερα, στην εποχή της κρίσης, που η Ελλάδα στο παραπέντε γλίτωσε την καταβαράθρωσή της, το αποκαλούμενο πολιτικό σύστημα, καθώς και οι δημαρχαίοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τους πολίτες ως πελάτες. Θεωρούν την απεργία των καθηγητών κατά τη διάρκεια των πανελλαδικών εξετάσεων, δικαίωμα, τα κραυγαλέα επαγγελματικά προνόμια, δημοκρατική κατάκτηση, τη διαιώνιση των κλειστών επαγγελμάτων, αναγκαία κοινωνική επιταγή. Ως βαθιά δημοκρατικοί και κοινωνικά ευαίσθητοι, σιγοντάρουν την ανοχή στους επίορκους, αλλά και την άρνηση στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων και των εκπαιδευτικών.
Και από την άλλη τα συνδικάτα, οι περιώνυμες συντεχνίες συνεχίζουν να υπερασπίζονται τα προνόμιά τους με τις ξεπερασμένες μεθόδους τους, κατεβάζοντας διακόπτες, κλείνοντας νοσοκομεία, φαρμακεία, δικαστήρια, σχολεία, πανεπιστήμια. Κάτι που δεν μπορούν να κάνουν οι ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι του ιδιωτικού τομέα, ούτε εκείνοι που διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας, αλλά και οι νέοι με βασικό μισθό που μετά βίας φτάνει τα εξακόσια ευρώ. Δεν έχουν μέσα πίεσης, είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού.
Ωστόσο, σήμερα όλοι οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι οι τέτοιες πρακτικές, που αποτέλεσαν την πεμπτουσία του μεταπολιτευτικού συστήματος, οδηγώντας μας σε ένα ιδιότυπο και στρεβλό μοντέλο διοίκησης και οικονομίας, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις.
Η ανάταξη της χώρας δεν μπορεί να επιτευχθεί όσο τα συντεχνιακά συμφέροντα παραμένουν άθικτα, όσο τα ειδικά προνόμια συντηρούνται, όσο το υπάρχον πολιτικό σύστημα συμπλέει με όλες εκείνες τις δυνάμεις που στην πραγματικότητα αντιστρατεύονται τις αλλαγές στη διοίκηση και στην οικονομία, υπονομεύοντας τις όποιες προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης επιχειρούνται.