Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Καθημερινή , 18-8-2017
Η Ελλάδα είναι ένα μέρος γεωγραφικά, μετεωρολογικά και γεωλογικά ευλογημένο, θα έλεγε κανείς. Δεν αντιμετωπίζει πολλών ειδών φυσικές καταστροφές. Έχουμε κυρίως δύο: Τους σεισμούς και τις δασικές πυρκαγιές. Δεδομένου ότι είναι τόσο συγκεκριμένες και σχετικά συχνές, θα περίμενε κανείς να γνωρίζουμε τα πάντα γι’ αυτές. Οι Έλληνες πολίτες θα έπρεπε να έχουν μάθει να ζουν και με τους σεισμούς και με τις πυρκαγιές, να ξέρουν τα πάντα γι’ αυτά τα πράγματα. Να είναι συνηθισμένοι. Παρ’ όλα αυτά αυτό ειδικά στη δεύτερη περίπτωση μοιάζει να μη συμβαίνει. Όποτε έχουμε μεγάλες πυρκαγιές μοιάζουμε να συζητάμε μόνο με μερικές πτυχές του φαινομένου, συνήθως τις πιο προφανείς. Υπάρχουν όμως και μερικά άλλα σημαντικά πράγματα που θα περίμενε κανείς να κουβεντιάζουμε εξίσου.
Το πρώτο είναι το εξής: Οι δασικές πυρκαγιές είναι φυσιολογικό και απαραίτητο μέρος της ζωής των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Σε χώρες όπως η δική μας, αλλά και η Πορτογαλία (που πλήττεται φέτος από πρωτοφανείς πυρκαγιές), η Ισπανία, η Αυστραλία, η Καλιφόρνια ή η Χιλή, τέτοιες πυρκαγιές είναι πιο συχνές, ακριβώς επειδή εκεί το κλίμα είναι εύκρατο, “Μεσογειακό”, και εκεί μεταξύ άλλων ευδοκιμούν φυτά που χρειάζονται τη φωτιά για να ζήσουν. Τα πευκοδάση, για παράδειγμα, χρειάζονται τη φωτιά για να επεκταθούν και να αναπαραχθούν. Όπως μαθαίνει κάθε πρωτοετής φοιτητής Βιολογίας, χωρίς καμία παρέμβαση ανθρώπου κάθε πευκοδάσος καίγεται εν μέρει κάθε 20-30 χρόνια περίπου. Με τη φωτιά ανοίγουν τα περισσότερα κουκουνάρια, χάρη σ’ αυτήν φτάνουν πιο μακριά και διεκδικούν νέες τοποθεσίες για το δάσος. Γι’ αυτό είναι έτσι όπως είναι: Εύφλεκτα.
Από οικολογικής άποψης οι δασικές πυρκαγιές ως φαινόμενο σε αυτές τις χώρες δεν είναι εξ’ ορισμού “καταστροφή”. Η καταστροφή προκύπτει όταν στην εξίσωση μπαίνει ο παράγοντας άνθρωπος. Ο άνθρωπος επιδρά με δύο τρόπους: Επηρεάζει το πόσο συχνά μπαίνουν οι φωτιές, και επιλέγει να τοποθετεί τον εαυτό του κοντά ή μέσα σε δάση. Αυτοί οι δύο παράγοντες είναι αλληλένδετοι και οδηγούν στις αλλεπάλληλες καταστροφές που ζούμε συχνά. Μοιάζουμε να μην έχουμε επίγνωση για το ότι τα πευκοδάση είναι λίγο-πολύ φτιαγμένα για να καίγονται, και πως όταν πάμε να καταπατήσουμε μια πλαγιά για να φτιάξουμε το εξοχικό μέσα στο δάσος, είναι σα να το φτιάχνουμε μέσα στο στόμα του δράκου από το Game of Thrones. Μετά τη φωτιά θα περίμενε κανείς να το συζητάμε αυτό το θέμα περισσότερο, ή έστω να δείχνουμε ότι το καταλαβαίνουμε.
Η επίδραση του ανθρώπινου παράγοντα στα δάση, βεβαίως, είναι καταλυτική. Σε χώρες όπως η Ελλάδα μόνο μία στις δέκα δασικές πυρκαγιές οφείλονται σε φυσικά αίτια. Οι υπόλοιπες προκαλούνται από τους ανθρώπους. Θα περίμενε κανείς μετά από τόσα καλοκαίρια πολύ μεγάλων πυρκαγιών (από το 1985 στην Καβάλα μέχρι το 2007 σε ολόκληρη την Ελλάδα και το 2009 και φέτος στην Ανατολική Αττική, μεταξύ πολλών άλλων) να υπάρχει τρομερή και παλλαϊκή ευαισθητοποίηση για το θέμα, αυστηρή απαίτηση για συντονισμό, σχεδιασμό και αποτελεσματική εκ των προτέρων αντιμετώπιση του προβλήματος από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες. Αυτό όμως μοιάζει να μη συμβαίνει. Η κριτική που διαβάζουμε σε ημέρες σαν τις τελευταίες περιορίζονται στην παροχή εξοπλισμού στους ήρωες πυροσβέστες για να αντιμετωπίσουν εκ των υστέρων το πρόβλημα, στην αποζημίωση των πληγέντων ή στην ανακύκλωση ανόητης συνομωσιολογίας. Πλην του τελευταίου είναι σημαντικά θέματα, αλλά αρκετά σημαντικότερο είναι το πριν: Πώς μπήκε η φωτιά;
Στην Ελλάδα οι πυρκαγιές που δεν οφείλονται σε φυσικά αίτια είτε προκαλούνται από ατυχήματα είτε οφείλονται σε εμπρησμούς. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τόσα ατυχήματα σε μια χώρα σαν τη δικιά μας είναι αδικαιολόγητα και δείχνουν ανευθυνότητα από την πλευρά των πολιτών, που ζουν μέσα στο στόμα του δράκου και αφήνουν τις πευκοβελόνες να σχηματίζουν βουνά στην αυλή μέσα στον καύσωνα κι ενώ ο αγέρας λυσσομανάει. Από την άλλη οι εμπρησμοί οφείλονται κυρίως σε δύο κίνητρα: Τα οικονομικά και τα ψυχολογικά. Οι “οικονομικοί” εμπρησμοί -δηλαδή οι φωτιές που βάζουν οι οικοπεδοφάγοι- θα μπορούσαν σχεδόν να εξαλειφθούν αν η χώρα είχε καθαρό και πλήρες κτηματολόγιο. Δεν έχει, κι αυτό όπως όλοι γνωρίζουν είναι πολιτική απόφαση όλων των κυβερνήσεων που δεν ήθελαν και δεν θέλουν ποτέ να πάνε κόντρα στους καταπατητές ψηφοφόρους. Κανένας όμως δεν εξεγείρεται κατά της κυβέρνησης επειδή δεν ολοκληρώνει το κτηματολόγιο. Κανένας δεν ψηφίζει πολιτικούς με αυτό το κριτήριο. Σήμερα θα έπρεπε αυτό να είναι το πρώτο θέμα συζήτησης, όχι πότε ο πρωθυπουργός έφυγε από τα μπάνια για να πετάξει πάνω από τα καμμένα.
Εξίσου ανίκανο εμφανίζεται το κράτος στην αντιμετώπιση των πυρομανών. Το 40% των εμπρηστών που καταδικάστηκαν την 12ετία 1986-1998 είχαν βάλει περισσότερες από μία φωτιές. Παρ’ όλα αυτά, σε σχεδόν 9 από τις 10 περιπτώσεις επιβεβαιωμένων εμπρηστών δεν παραπέμπεται σε δίκη κανείς. Από αυτούς που παραπέμπονται καταδικάζονται μόνο 2 στους 10. Σύμφωνα με έρευνα του πρώην υπαρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, αντιστράτηγου Ανδριανού Γκούρμπατση, το 2007 υπήρχαν στην Ελλάδα 151 επιβεβαιωμένοι υπότροποι εμπρηστές που είχαν επαναλάβει το κακούργημα του εμπρησμού μέχρι και 5 φορές ο καθένας. Ούτε ένας τους δεν ήταν στη φυλακή. Ούτε αυτό το θέμα συζητιέται ευρέως σήμερα.
Η διαχείριση των δασών στις χώρες με μεσογειακό κλίμα είναι ένα θέμα πολύπλοκο. Φανταστείτε ότι σε χώρες με πολύ μεγάλα δάση οι αρχές προχωρούν σε σκόπιμους, ελεγχόμενους και προσεκτικά σχεδιασμένους εμπρησμούς για την αποφυγή ανεξέλεγκτων πυρκαγιών. Στο μέλλον το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής θα εξασφαλίσει ότι θα υπάρχουν περισσότερες και μεγαλύτερες δασικές πυρκαγιές σε όλες αυτές τις χώρες.
Στη δικιά μας χώρα δεν υλοποιείται αποτελεσματικός σχεδιασμός για την ορθή προστασία των δασών, δεν υπάρχει ενημέρωση του πληθυσμού για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται σε ένα οικοσύστημα σαν το δικό μας, δεν υπάρχει πολιτική βούληση για την καταπολέμηση των εμπρησμών και καταλήγουμε κάθε φορά να δηλώνουμε τον αποτροπιασμό μας και την οδύνη μας πάνω από τα αποκαΐδια, εστιάζοντας στα λάθος πράγματα για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου που, παραδόξως, δεν μας ενδιαφέρει και πολύ να καταλάβουμε καλά.