Εφημερίδα Η Αξία
11 Μαΐου 2013
Αλήθεια, ποια αντιδρούν σήμερα στην Ελλάδα για την ομολογουμένως σκληρή δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης; Οι ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι του ιδιωτικού τομέα; Οι άνθρωποι που διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας; Οι νέοι με βασικό μισθό που μετά βίας φτάνει τα 600 ευρώ;
Όχι, βέβαια. Στη χώρα του παραλόγου και της παραδοξότητας αντιδρούν κυρίως οι πλέον προνομιούχοι, οι συντεχνίες του ιδιωτικού και (κυρίως) του δημόσιου τομέα. Όλοι αυτοί που βολεύονται με τα κλειστά επαγγέλματα, με τη μονιμότητα, με τους επίορκους, με τη σύνταξη, με τα παχυλά εφάπαξ, με την ολιγόωρη εργασία, με τις πολυήμερες άδειες, με την απουσία αξιολόγησης, με τους αργόμισθους πανεπιστημιακούς, με το χαμηλό επίπεδο ανώτατης εκπαίδευσης…
Οι οργανωμένες συντεχνίες λοιπόν, ακόμη και σήμερα στην εποχή της κρίσης, εξακολουθούν να υπερασπίζονται τα προνόμιά τους με τις ξεπερασμένες μεθόδους τους, κατεβάζοντας διακόπτες, κλείνοντας νοσοκομεία, φαρμακεία, δικαστήρια, σχολεία, πανεπιστήμια. Άλλωστε, χρόνια τώρααντιστρατεύονταν με κάθε μέσο τις μεταρρυθμίσεις και τις διαρθρωτικές αλλαγές, τόσο στο επίπεδο της διοίκησης, όσο και της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στις όποιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού της χώρας.
Το πρόβλημα δεν ήταν και δεν είναι διαχειριστικό, αλλά εξόχως πολιτικό. Το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα, το συνδικαλιστικό κίνημα, οι φορείς της αυτοδιοίκησης, εμποτισμένα με τις πελατειακές τακτικές και τον λαϊκισμό εξέτρεφαν, υπέθαλπαν και ενδυνάμωναν όλες αυτές τις παθογένειες. Προκειμένου να μην έρθουν σε αντίθεση με τις επιδιώξεις διαφόρων επαγγελματικών ομάδων, υιοθετούσαν με ευκολία τα αιτήματά τους, ακόμη και όταν εκείνα δεν ήταν συμβατά με την ορθολογική οργάνωση του κράτους και τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας.
Στην πραγματικότητα, στηρίζοντας με όλες τους τις δυνάμεις ένα ακραίο κρατικιστικό μοντέλο, δημιούργησαν μια επίπλαστη ευημερία, που οδήγησε στην αποδιάρθρωση των παραγωγικών δομών. Χρησιμοποιώντας το κράτος σαν ένα μεγάλο κουμπαρά, αδιαφορούσαν για τη μείωση της παραγωγικότητας, για τη μη αξιοποίηση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων του τόπου, για το δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Παράλληλα, δημιούργησαν μια υπερτροφική κρατική διοίκηση, την οποία χρησιμοποίησαν σαν εργαλείο και μέσο για την ενίσχυση και εμπέδωση της πολιτικής τους κυριαρχίας.
Αντιμετωπίζοντας τους πολίτες ως πελάτες, ανέδειξαν τις συντεχνιακές πρακτικές, τις πελατειακές σχέσεις και το λαϊκισμό σε πεμπτουσία της πολιτικής τους. Αναπόφευκτα, λοιπόν, οδηγηθήκαμε σε ένα ιδιότυπο και στρεβλό μοντέλο διοίκησης και οικονομίας, το οποίο βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις.
Το μοντέλο αυτό υπηρέτησαν όλες οι δυνάμεις, ακόμη και αυτές που δεν βρέθηκαν ποτέ στο πηδάλιο διακυβέρνησης της χώρας. Ως εκ τούτου, οι ευθύνες είναι διαχρονικές, διακομματικές. Όλοι πρέσβευαν το «λεφτά υπάρχουν», αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες των πολιτικών τους. Η καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν η κατάληξη των πελατειακών και συντεχνιακών πολιτικών, τις οποίες ασπάστηκαν ανερμάτιστες κομματικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Κι όμως ακόμη και σήμερα συμπολιτευόμενα και αντιπολιτευόμενα κόμματα υιοθετούν χωρίς κανέναν ενδοιασμό ακραίες και προκλητικές συντεχνιακές αντιδράσεις. Αποκαλυπτική είναι η στάση των δύο κυβερνητικών εταίρων ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, οι οποίοι μολονότι πρόσφατα ψήφισαν το πολυνομοσχέδιο, στην πράξη παρέχουν πολιτική στήριξη στην άρνηση των εκπαιδευτικών να αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας τους.
Και το ερώτημα ανακύπτει αβίαστα: η πολιτική τους υπαγορεύεται από την ανάγκη προώθησης των μεταρρυθμίσεων, των διαρθρωτικών αλλαγών, της δημοσιονομικής προσαρμογής ή από την εξυπηρέτηση στενών συντεχνιακών συμφερόντων; Το σίγουρο είναι ότι οι θέσεις που υιοθετούν σε καμία περίπτωση δεν συνάδουν με προοδευτικές πολιτικές. Αντιθέτως, βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και όλων εκείνων των δυνάμεων που πλήττονται θανάσιμα από την κρίση.
Και βεβαίως, η πλέον παράδοξη δεν είναι η στάση του ΠΑΣΟΚ, που χρόνια τώρα έχει εμπεδωμένες σχέσεις και εξαρτήσεις με τις διάφορες συντεχνίες και συνδικαλιστικές ηγεσίες, αλλά αυτή της ΔΗΜΑΡ, η οποία αρνούμενη να αντιταχθεί σε ειδικές επαγγελματικές κατηγορίες, αυτοακυρώνει τις διακηρύξεις της περί κυβερνώσας Αριστεράς.
Ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι εμφανές ότι λειτουργεί ως δύναμη αποτροπής των μεταρρυθμίσεων που έχει ζωτική ανάγκη η χώρα. Μοναδικό του μέλημα είναι η παροχή υποστήριξης στους αντιδρώντες, προσδοκώντας κομματικά οφέλη. Πυροβολώντας τα μνημόνια, όχι μόνο υποθάλπει συντεχνιακές αντιδράσεις, αλλά φτάνει και στο σημείο να συμπορεύεται με όλους τους κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές.
Ωστόσο, η ανάταξη της χώρας δεν μπορεί να επιτευχθεί όσο τα συντεχνιακά συμφέροντα παραμένουν άθικτα, όσο τα ειδικά προνόμια συντηρούνται, όσο το υπάρχον πολιτικό σύστημα συμπλέει με όλες εκείνες τις δυνάμεις που στην πραγματικότητα αντιστρατεύονται τις αλλαγές στη διοίκηση και στην οικονομία.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι σύνθετα. Είναι απόρροια της ανορθολογικής μας οργάνωσης και λειτουργίας. Αν δεν εγκαταλείψουμε όλες εκείνες τις πρακτικές που δημιούργησαν και συντήρησαν ένα εκτεταμένο δίκτυο συντεχνιακών και πελατειακών συμφερόντων, θα παραμείνουμε εγκλωβισμένοι στην υπανάπτυξη – οικονομική, πολιτική, κοινωνική. Ταυτόχρονα, οι οποίες προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής επιχειρούνται θα αυτοϋπονομεύονται από την άρνησή μας να θέσουμε κόκκινες γραμμές απέναντι στο λαϊκισμό, στις συντεχνίες, στην πελατειακή οργάνωση της κοινωνίας.