Εφημερίδα Η Αξία
25 Μαΐου 2013
Σε ασκήσεις πολιτικής σύνθεσης επιδίδεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να συγκεράσει τις διαφορετικές και πολλές φορές εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις που διαπερνούν το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Η επίλυσή τους είναι αβέβαιη ενώ τα αποτελέσματα απρόβλεπτα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια δύσκολη και επίπονη υπόθεση, η οποία δεν απέχει πολύ από τον τετραγωνισμό του κύκλου. Κι αυτό γιατί το καίριο ζήτημα που καλείται να διαχειριστεί αυτή τη στιγμή ο Αλέξης Τσίπρας είναι η ανάγκη προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στα νέα πολιτικά δεδομένα.
Ένα χρόνο μετά τις διπλές εκλογές του 2012, η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με εντελώς διαφορετικά προβλήματα. Ο κίνδυνος εξόδου από την Ευρωζώνη έχει σχεδόν εκλείψει. Η επιχειρούμενη δημοσιονομική εξυγίανση φαίνεται να αποδίδει. Το δυσμενές κλίμα που υπήρχε εις βάρος της χώρας μας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο αρχίζει να υποχωρεί.
Το τρικομματικό κυβερνητικό σχήμα, παρά τις αντιφάσεις και τις δυστοκίες που εμφανίζει, έχει καλύψει το κενό διακυβέρνησης που υπήρχε. Η αγανάκτηση, η οργή και ο φόβος της κοινής γνώμης αντικαταστάθηκαν από την αναμονή και την προσδοκία για την ανάκαμψη της οικονομίας και της χώρας. Το νέο πολιτικό τοπίο απέχει παρασάγγας από εκείνο των δύο τελευταίων χρόνων.
Ως εκ τούτου, η αξιωματική αντιπολίτευση, αν θέλει να έχει τον δικό της δυναμικό και ουσιαστικό λόγο στις διαγραφόμενες πολιτικές εξελίξεις, καλείται να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική και την πολιτική της. Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται να αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα αυτή, γι’ αυτό και προσπαθεί -έστω και δειλά- να κάνει τα απαραίτητα βήματα, προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Ωστόσο, είναι εμφανές ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εμποτισμένος από ενδογενείς αντιφάσεις και αντινομίες, από τις οποίες δεν μπορεί να απεξαρτηθεί εύκολα. Οι αλλαγές και οι τομές που χρειάζεται να κάνει, στο πλαίσιο μάλιστα της μετεξέλιξης του σε ενιαίο κόμμα, από τη φύση τους ενέχουν υψηλό ρίσκο.
Ως κόμμα διαμαρτυρίας είχε την ευχέρεια να κρατά μια επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι σε καίρια ζητήματα. Γνωρίζοντας για παράδειγμα ότι στο θέμα του νομίσματος η πολιτική του βάση ήταν διχοτομημένη, υιοθέτησε μια αμφίσημη θέση. Αυτή του η ασάφεια αντί να αμβλύνεται σήμερα, έχει γίνει πιο οξεία. Στην περαιτέρω ενίσχυσή της συνέβαλε σημαντικά η παραδοξότητα: «απόρριψη του μνημονίου εντός του ευρώ». Μολονότι θα πρέπει να αντιλαμβάνεται ότι η μια τέτοια στρατηγική -μετά και την κυπριακή τραγωδία- είναι αίολη, εντούτοις επιμένει, κινδυνεύοντας να βρεθεί εκτός τόπου και χρόνου.
Μπορεί τα αμυδρά σημάδια βελτίωσης που διαφαίνονται στο χώρο της οικονομίας να μην δικαιολογούν την κυβερνητική θριαμβολογία, ωστόσο αποτελούν ενθαρρυντικά στοιχεία. Επιμένοντας στην αντιμνημονιακή καταγγελία, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατεί να κατανοήσει τις αλλαγές που συντελούνται στη χώρα και να προβλέψει τις μεταβολές, τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο και σε αυτό της πολιτικής. Η προσκόλλησή του ωστόσο στο παρελθόν ενέχει τον κίνδυνο να βρεθεί σε αναντιστοιχία με την κοινωνία, με τους πολίτες στους οποίους απευθύνεται, και κυρίως, να τον ξεπεράσουν οι εξελίξεις.
Η ανακολουθία του ΣΥΡΙΖΑ με τη συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα μας υπενθυμίζει την κρίση στρατηγικής που αντιμετώπισαν κατά καιρούς κάποια προοδευτικά και αριστερά κόμματα στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, εμμένοντας στις ιδεοληψίες και στους φορμαλισμούς των συνδικάτων του, έκανε δέκα χρόνια να αντιληφθεί τις μεγάλες αλλαγές που είχαν συντελεστεί στη βρετανική κοινωνία και οικονομία επί Μάργκαρετ Θάτσερ. Η εναρμόνισή του επετεύχθη υπό την ηγεσία του Τόνι Μπλερ, ο οποίος στην πραγματικότητα το μεταμόρφωσε πλήρως, αφήνοντας στην άκρη ένα ξεπερασμένο ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο.
Η δυστοκία του ΣΥΡΙΖΑ να επικαιροποιήσει την πολιτική του τον οδηγεί σε στασιμότητα, ακόμη και υποχώρηση της επιρροής και της απήχησής του. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις φαίνεται να έχει απολέσει τη δυναμική που τον χαρακτήριζε. Το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται, αντιλαμβάνεται ακόμη και ενστικτωδώς τις ανεδαφικές και εν τέλει εξωπραγματικές θέσεις που υποστηρίζει.
Η επιμονή του για απόρριψη των μνημονίων, ακόμα και τώρα που βρίσκονται σε τροχιά υλοποίησης, είναι αβάσιμη. Όπως αβάσιμη είναι και η θέση του για το μέτωπο των χωρών του Νότου. Εσκεμμένα αγνοεί τα ενδογενή προβλήματα μιας ενδεχόμενης συμπόρευσης μαζί τους. Παρά το γεγονός ότι η οικονομική και κοινωνική τους υστέρηση εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά, οι Νότιοι ουδέποτε συμπαρατάχθηκαν για την προώθηση κοινών πολιτικών και πολύ περισσότερο, για τη δημιουργία ενιαίου μετώπου. Άλλωστε και σήμερα βλέπουμε χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, να κινούνται σε διαφορετικό μήκος κύματος.
Το παράδοξο επίσης είναι ότι ενώ η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κάνει σημαία της την ανάγκη κοινής δράσης του ευρωπαϊκού Νότου, την ίδια στιγμή το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού ενισχύεται στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Βέβαια, αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από τη γενικότερη αμφισημία την οποία επιδεικνύει το κόμμα σε καίρια ζητήματα που είναι συνυφασμένα με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως το ευρώ ή η ψευδεπίγραφη και επίπλαστη αντίθεση Βορρά-Νότου.
Τέλος, ένα άλλο καίριο ζήτημα που αποδεικνύει την αδυναμία αναπροσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στα νέα δεδομένα είναι οι ασάφειες, οι αντινομίες, ακόμη και οι διαμετρικά αντίθετες απόψεις ως προς τις δυνατότητές του να συνάψει συμμαχίες με άλλα πολιτικά σχήματα. Η απουσία καθαρής στρατηγικής στο ζήτημα αυτό τον εμφανίζει να παλαντζάρει μεταξύ της συμπόρευσης με τις πιο συντηρητικές εθνικόφρονες και εθνικολαϊκιστικές δυνάμεις του Καμμένου από τη μια και με τις δυνάμεις του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑΣ και άλλων κουμμουνιστικών κομματιδίων από την άλλη.
Η πανσπερμία απόψεων που διαπερνά τον ΣΥΡΙΖΑ, αντί να λειτουργεί δημιουργικά, συνθέτοντας νέες πολιτικές για την έξοδο από την κρίση, στην πραγματικότητα λειτουργεί υπονομευτικά. Η αδυναμία του να μπολιάσει στη στρατηγική του νέες προσεγγίσεις και νέους προσανατολισμούς, φαίνεται να λειτουργεί ως τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξή του. Το επικείμενο συνέδριο θα βρεθεί αντιμέτωπο με όλες τις ανακολουθίες και παλινωδίες ενός πολιτικού χώρου που στερείται καθαρού και διακριτού στίγματος, αδυνατώντας να αντιληφθεί τις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία και στην οικονομία.