Εφημερίδα Η Αξία
12 Ιανουαρίου 2013
Την τελευταία περίοδο η πολιτική ζωή του τόπου αποκτά νέα χαρακτηριστικά. Το κλίμα αβεβαιότητας αν και δεν έχει εξαλειφθεί, έχει υποχωρήσει αισθητά. Η απομάκρυνση του ενδεχομένου εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με την άρση των προβλημάτων που υπήρχαν για την αποπληρωμή των δόσεων, καλλιεργεί προσδοκίες, όσον αφορά τη δυνατότητα της χώρας να ανταπεξέλθει στα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Στην πραγματικότητα, ο φόβος και η ανασφάλεια συνυπάρχουν για πρώτη φορά με την ελπίδα.
Η πλειονότητα των πολιτών, παραμερίζοντας σε κάποιο βαθμό την οργή και την αγανάκτηση, δείχνει να βρίσκεται πιο κοντά στον πολιτικό ρεαλισμό. Αντιλαμβάνεται ότι τα περιθώρια για την άσκηση μιας άλλης πολιτικής είναι πολύ περιορισμένα, γι’ αυτό και αρχίζει να είναι δύσπιστη στις ανέξοδες υποσχέσεις και στον καταγγελτικό λόγο. Πλέον δεν υιοθετεί με ευκολία τις αντιπολιτευτικές κορώνες. Κατανοεί ότι δεν υπάρχουν εύκολες συνταγές ή ευχάριστες πολιτικές. Αν κάτι αποζητεί, είναι να αποδώσουν καρπούς οι θυσίες που έχει αναγκαστεί να κάνει.
Η νέα κατάσταση αποτυπώνεται και στα ευρήματα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων. Οι πολιτικές τάσεις, χωρίς να έχουν αποκρυσταλλωθεί, δείχνουν μεταβολές. Η Νέα Δημοκρατία σημειώνει μια μικρή ανάκαμψη, ενώ οι άλλοι κυβερνητικοί της εταίροι σταθεροποιούνται στα ποσοστά τους. Αντίθετα, η αντιπολίτευση, και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται να εμφανίζουν συμπτώματα στασιμότητας ή μικρής υποχώρησης.
Όλα αυτά μοιάζουν παράδοξα σε μια περίοδο που η τρικομματική κυβέρνηση λαμβάνει σκληρά μέτρα, πλήττοντας περαιτέρω το εισόδημα των εργαζομένων και των χαμηλοσυνταξιούχων, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνονται σημαντικά οι στρατιές των ανέργων.
Ωστόσο, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις εκπέμπουν κάποια ιδιαίτερα μηνύματα, τα οποία χρήζουν μελέτης και διερεύνησης. Αν τα κόμματα αφουγκραστούν με προσοχή και χωρίς αυταρέσκειες την κοινή γνώμη, μπορούν να καταλήξουν σε χρήσιμα συμπεράσματα για την επανεξέταση και ανατοποθέτηση της στρατηγικής τους.
Ιδιαίτερα πρέπει να προβληματιστεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Αποβάλλοντας τη σιγουριά και τη βεβαιότητα από την οποία διακατέχεται και συνειδητοποιώντας ότι η πολιτική δεν είναι γραμμική εξέλιξη ούτε στατική υπόθεση, οφείλει να μελετήσει προσεκτικά τα χαρακτηριστικά του νέου πολιτικού κύκλου που φαίνεται να διανοίγεται.
Το υπόδειγμα μνημονιακές-αντιμνημονιακές δυνάμεις πάνω στο οποίο κινείται μέχρι και τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν χρήσιμο στην προηγούμενη φάση, οπότε και ήθελε να καρπωθεί τη δυσαρέσκεια και τη διαμαρτυρία των πολιτών. Σήμερα όμως δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο για να σταθεροποιήσει και κυρίως να διευρύνει την πολιτική του επιρροή.
Ως ένα αμιγώς αντιμνημονιακό κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε και εξέφρασε την εύλογη αντίδραση μιας σημαντικής μερίδας των πολιτών, με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί από το 4% στο 26%. Μένοντας καθηλωμένος στις παλιές του προσεγγίσεις, κινδυνεύει να βρεθεί σε αναντιστοιχία με τις προτεραιότητες που προτάσσουν οι ίδιοι οι πολίτες.
Αυτό που εκείνοι επιζητούν είναι η έξοδος από την κρίση με τις μικρότερες οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες. Τα μνημόνια τα αντιμετωπίζουν με έντονη αμφισημία. Ακόμη και όσοι υποστήριξαν τις αποκαλούμενες μνημονιακές δυνάμεις καταλαβαίνουν την αναποτελεσματικότητα του μνημονίου. Γι’ αυτό και στο επίκεντρο του νέου πολιτικού κύκλου δεν θα βρεθούν τα μνημόνια, αλλά η ανάγκη υλοποίησης νέων πολιτικών προκειμένου να ισοσκελιστούν οι αρνητικές συνέπειές τους στην ελληνική οικονομία. Συνεπώς, πρώτο και κύριο ζήτημα είναι η αντιμετώπιση της πρωτοφανούς ύφεσης.
Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, τόσο θα κινδυνεύει να μείνει στάσιμος. Αν η χώρα και η οικονομία μπουν σιγά σιγά σε τροχιά ανάκαμψης, ο σκληρός αντιμνημονιακός λόγος θα μοιάζει περισσότερο με ρετρό και λιγότερο με ρεαλιστική πολιτική πρόταση. Ως εκ τούτου, το ζήτημα αυτό είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη στρατηγική που θα ακολουθήσει η αξιωματική αντιπολίτευση.
Για παράδειγμα, η προσπάθεια της ηγεσίας για τον εξευρωραπαϊσμό του κόμματος είναι εμφανής. Όμως αυτή δεν μπορεί να συνοδεύεται από αναζητήσεις σε λατινοαμερικάνικα μοντέλα. Η Ελλάδα, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερη Ευρώπη. Η ανάπτυξη θα έρθει μόνο αν ακολουθήσουμε μια καθαρή ευρωπαϊκή στρατηγική. Άλλωστε, η απόκλιση από την Ευρώπη μάς οδήγησε στο χείλος του γκρεμού, στην κρίση και τη χρεοκοπία. Το γεγονός αυτό το κατανοεί η πλειονότητα της κοινής γνώμης, γι’ αυτό και αντί να υποχωρούν ενισχύονται τα ποσοστά των πολιτών που προσβλέπουν στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις έντεχνες λειάνσεις που έχει επιχειρήσει την τελευταία περίοδο, δεν παύει να είναι ένα ιδιότυπο σχήμα, του οποίου η ευρωπαϊκή ταυτότητα επισκιάζεται ακόμη και από ευρωσκεπτιστικές απόψεις. Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός προκειμένου η ηγεσία του να «διευκρινίσει» την ευρωπαϊκή της προσήλωση, αλλά και να ανακαλύψει ότι το ευρώ είναι πλεονέκτημα για την ελληνική οικονομία. Άλλωστε, η διχοτόμηση της πολιτικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ σε φιλοευρωπαίους και αντιευρωπαίους δεν προέκυψε τυχαία. Οφείλεται στην αμφιθυμία με την οποία αντιμετώπιζε -και σε ένα βαθμό αντιμετωπίζει και τώρα- το ζήτημα του ευρωπαϊκού του προσανατολισμού.
Αλλά και σε άλλα θέματα είναι εμφανείς οι βαθιές αντιθέσεις και αντινομίες που διαπερνούν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε τα πρόσφατα γεγονότα της ΑΣΟΕΕ και της Villa Amalias. Οι αντιδράσεις του δεν ήταν μόνο παράδοξες και παράταιρες, αλλά αντικειμενικά βρίσκονταν σε δυσαρμονία με τις μεγάλες κοινωνικές ομάδες που το στήριξαν στις πρόσφατες εκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να παραβλέπει ότι ένα αριστερό κόμμα του 4% μπορεί να έχει ως πολιτικές σημάνσεις τις υποτιθέμενες αντιεξουσιαστικές ευαισθησίες και να υιοθετεί χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό πράξεις ανομίας και αυθαιρεσίας, όμως ένα κόμμα του 26% που βρίσκεται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης οφείλει πρωτίστως να είναι μια υπεύθυνη και σοβαρή πολιτική δύναμη.
Σήμερα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διαχειριστεί πολιτικά μια εκλογική δύναμη που είναι εξαπλάσια της προγενέστερης, ενώ την ίδια στιγμή προσβλέπει και στην περαιτέρω διεύρυνσή της. Εμμένοντας σε μια πολιτική άρνησης και καταγγελίας, όχι μόνο δεν βοηθά τη χώρα, αλλά ούτε τον ίδιο της τον εαυτό.
Άρα το ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το μπόλιασμά του με έναν πολιτικό λόγο και με ένα πολιτικό σχέδιο τα οποία θα βρίσκονται σε αρμονία με τις νέες ανάγκες και απαιτήσεις και δεν θα παραπέμπουν σε αντιδράσεις περιθωριακού τύπου.