Εφημερίδα Η Αξία
2 Φεβρουαρίου 2013
Την τελευταία περίοδο γίνεται πολύς λόγος για την επιχειρούμενη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να στραφεί προς τον πολιτικό ρεαλισμό. Τη σχετική συζήτηση έχουν τροφοδοτήσει κυρίως τα ταξίδια του Αλέξη Τσίπρα σε Γερμανία και Η.Π.Α. Ανεξαρτήτως της πολιτικής τους αποτίμησης, το σίγουρο είναι ότι η εκτίναξή του κόμματος στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης εγείρει ζητήματα στρατηγικής ανατοποθέτησής του. Το εγχείρημα αυτό ενέχει, αναμφίβολα, πολλά προβλήματα, αλλά και κινδύνους.
Το πρώτο και βασικότερο είναι ο τρόπος διαχείρισης της μνημονιακής πραγματικότητας στην οποία κινείται η χώρα. Ο διαχωρισμός των μνημονίων από τη δανειακή σύμβαση είναι αυθαίρετος και άστοχος. Συνιστά μια εσκεμμένη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να θολώσει τα νερά, παρακάμπτοντας το καίριο ερώτημα για το ποια είναι η ακριβής θέση του σήμερα.
Χωρίς να εγκαταλείπει τις προγενέστερες απόψεις του περί καταγγελιών των μνημονίων, καταφεύγει σε περίτεχνες διατυπώσεις που πολύ περισσότερο εξυπηρετούν επικοινωνιακές ανάγκες και πολύ λιγότερο συμβάλλουν στην αποκρυστάλλωση των θέσεών του. Υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να θάψουμε τα μνημόνια και να επανεξετάσουμε τη δανεική σύμβαση, το μόνο που κάνει είναι να επιβεβαιώνει τη μεγάλη αντίφαση στην οποία έχει οδηγηθεί.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι η αποσαφήνιση των απόψεών της για το μείζον αυτό ζήτημα είναι κάτι σαν το γόρδιο δεσμό. Εξάλλου, ο ακραίος αντιμνημονιακός λόγος ήταν η συνεκτική ουσία του κόμματος. Με αυτόν θεμελίωσε την πολιτική του παρουσία και ταυτότητα. Σε αυτόν συναντήθηκαν και συνυπήρξαν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και επαγγελματικές κατηγορίες.
Στην πραγματικότητα, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει αυτοπαγιδευτεί στις μονομέρειες και στις απολυτότητες της στρατηγικής της. Οι αντιμνημονιακές διακηρύξεις έβρισκαν πρόσφορο έδαφος την προηγούμενη περίοδο, τότε που η κοινή γνώμη ήθελε να τιμωρήσει τα παλιά κόμματα εξουσίας, θεωρώντας τα υπεύθυνα για τα τραγικά οικονομικά αδιέξοδα της χώρας.
Τώρα όμως η πλειονότητα των πολιτών κινείται σε διαφορετικό μήκος κύματος. Μετά τον θυμό και την τιμωρία φαίνεται να επιζητεί την έξοδο από την κρίση, αντιλαμβανόμενη ταυτόχρονα το πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι υποχρεωμένη να κινηθεί η χώρα. Έτσι εξηγείται και η αλλαγή του πολιτικού κλίματος που κατέγραψαν προσφάτως όλες οι δημοσκοπήσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιμνημονιακό κόμμα, γνώρισε πρωτοφανή άνοδο γιατί εξέφρασε την αντίδραση και την αγανάκτηση μιας σημαντικής μερίδας πολιτών. Σήμερα όμως οι πολιτικές δεξαμενές από τις οποίες ο αντιμνημονιακός λόγος αντλούσε δύναμη αρχίζουν να στερεύουν. Γι’ αυτό και η ανθεκτικότητά του δοκιμάζεται.
Ως εκ τούτου, η αξιωματική αντιπολίτευση καλείται να εξετάσει νέες πολιτικές και νέες προσεγγίσεις. Μελετώντας το νέο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, δεν μπορεί παρά να κάνει τις απαραίτητες αναπροσαρμογές στη στρατηγική της.
Αν παραμείνει παγιδευμένη στις γνωστές αμφισημίες της, δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Συντηρώντας μια θολή και αντιφατική εικόνα θα αδυνατεί να εκπέμψει καθαρά πολιτικά μηνύματα, ενώ κινδυνεύει να εμφανίσει φαινόμενα σχιζοειδούς συμπεριφοράς.
Αν η συνάντηση του ΣΥΡΙΖΑ με τον πολιτικό ρεαλισμό συνεχώς ετεροχρονίζεται, θα επιτείνονται οι σημερινές αντιφάσεις, αντινομίες και η διγλωσσία του. Δεν μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας στη Γερμανία να προτάσσει την ανάγκη μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών και στο εσωτερικό της χώρας να τις αρνείται και να τις στοχοποιεί.
Υιοθετώντας με ευκολία και ελαφρότητα ακραίες απεργιακές κινητοποιήσεις, χαϊδεύοντας τις πάσης φύσεως συντεχνίες και ερωτοτροπώντας διαρκώς με διάφορα αντισυστημικά φαινόμενα και κοινωνικές διαμαρτυρίες, περιορίζει το πολιτικό του ακροατήριο και περιχαρακώνεται, χάνοντας εν δυνάμει συμμάχους.
Μετά το ναυάγιο στο οποίο φαίνεται να οδηγούνται οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε και τον μοναδικό εταίρο σε ένα ενδεχόμενο μετεκλογικής κυβερνητικής συμμαχίας. Τα δειλά ανοίγματα που κάνει ο Τσίπρας προς ΔΗΜΑΡ και ΠΑΣΟΚ θα πέσουν στο κενό αν δεν συνοδεύονται από τις αναγκαίες πολιτικές ανατοποθετήσεις απέναντι στα καίρια ζητήματα της χώρας και της οικονομίας.
Επομένως η διατήρηση και η διεύρυνση της επιρροής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι συνυφασμένες με την ανάγκη εγκατάλειψης των μαξιμαλισμών του παρελθόντος, την επανεξέταση, αποσαφήνιση των καίριων θέσεων του και της εν γένει στρατηγικής του.
Χωρίς αναπροσανατολισμό της στρατηγικής του ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τις τάσεις της κοινής γνώμης, η οποία πλέον θέλει να ακούσει συγκεκριμένες θέσεις και απόψεις. Η ανάδειξη σε μείζονα πολιτικά ζητήματα θεμάτων που προσφέρονται για πολιτικές αψιμαχίες (π.χ. Λίστα Λαγκάρντ), αλλά και η επιχείρηση αποδόμησης των πολιτικών αντιπάλων μπορούν να του επιτρέπουν να βρίσκεται στον αφρό της επικαιρότητας, δεν συνιστούν όμως αντιπρόταση για τα μεγάλα και οξυμένα προβλήματα της χώρας και της οικονομίας.
Ο οξύς καταγγελτικός λόγος, οι χωρίς ουσία αντιπολιτευτικές κορώνες, η ισοπεδωτική κριτική και η άρνηση δεν του δίνουν τη δυνατότητα να απευθυνθεί και να οικοδομήσει μια σταθερή σχέση με όλους εκείνους τους πολίτες που αναζητούν πολιτική έκφραση. Γι’ αυτό και, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, χωλαίνει ως προς την κυβερνησιμότητα.
Αν η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση θέλει να καταστεί αξιόπιστο και σοβαρό αντίπαλον δέος της κυβερνητικής τρικομματικής σύμπραξης, θα πρέπει να αποδείξει ότι συνιστά εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, καταθέτοντας τις συγκεκριμένες θέσεις για την αναζοωγόνηση της οικονομίας, τις αλλαγές στο κράτος, για ένα νέο αναπτυξιακό και παραγωγικό μοντέλο που έχει ανάγκη η χώρα.
Εξάλλου, το καίριο ζήτημα αυτή τη στιγμή δεν είναι η κατάληψη της εξουσίας, αλλά η συγκρότηση και η θεμελίωση μιας πρότασης διακυβέρνησης με αριστερή και προοδευτική σήμανση.