Εφημερίδα Η Αξία
31 Μαρτίου 2012
Ο μεταμορφισμός της Νέας Δημοκρατίας από αντιμνημονιακή σε μνημονιακή δύναμη προκαλεί ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον.
Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: Γιατί εγκατέλειψε τη σκληρή αντιμνημονιακή της στρατηγική; Πιέστηκε από τους Ευρωπαίους, όπως κάποιοι πιστεύουν; Συνειδητοποίησε τα αδιέξοδά της;
Το βέβαιο είναι ότι οι προϋποθέσεις και οι όροι που είχαν τεθεί για τη νέα δανειακή σύμβαση και το PSI επέβαλαν στη Νέα Δημοκρατία και τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση Παπαδήμου και την προσχώρησή της στο μνημονιακό στρατόπεδο.
Πάντως, αν ο Σαμαράς δεν προχωρούσε σε αναπροσαρμογή της στρατηγικής του, θα κινδύνευε να καταγραφεί ως υπαίτιος για τη χρεοκοπία της χώρας, υποβαθμίζοντας κι αυτές ακόμη τις ευθύνες του ΠΑΣΟΚ, ενώ η Νέα Δημοκρατία θα έμπαινε στην ίδια κατηγορία με τα κόμματα διαμαρτυρίας της ελάσσονος αντιπολίτευσης.
Τα πολιτικά πλεονεκτήματα της μνημονιακής στροφής της κεντροδεξιάς παράταξης ήταν αναμφίβολα σημαντικά:
Κατ’ αρχάς ενισχύθηκε η κυβερνησιμότητά της που είχε τρωθεί σημαντικά. Μπορεί o καταγγελτικός και ισοπεδωτικός της λόγος να τόνωνε τον σκληρό πυρήνα της λαϊκής δεξιάς, της αφαιρούσε όμως τη δυνατότητα επικοινωνίας της με τον μεσαίο χώρο. Οι λαϊκιστικές και εθνικιστικές δυνάμεις κυριαρχούσαν, ενώ ήταν σε υποχώρηση οι φιλελεύθερες.
Παράλληλα, εμφανίστηκε ως υπεύθυνη ευρωπαϊκή δύναμη, επιδεικνύοντας διάθεση συναίνεσης και συνεννόησης. Είναι δεδομένο πως οι αντιμνημονιακές της εμμονές την υπονόμευσαν στο εσωτερικό και την απομόνωσαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Την καθιστούσαν φορέα ανευθυνότητας και λαϊκισμού και την είχαν αποκόψει από τα αποκαλούμενα δυναμικά κοινωνικά στρώματα.
Τέλος, η αλλαγή πλεύσης τόνωσε την ηγετικότητα του Σαμαρά. Πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας έδειξε αποφασιστικότητα, υπευθυνότητα και μετριοπάθεια, αμβλύνοντας σημαντικά την αρνητική εικόνα από τους προηγούμενους άτεχνους αντιμνημονιακούς χειρισμούς του. Έπαψε να θεωρείται το “μαύρο πρόβατο” της Ευρώπης και συγκέντρωσε πάνω του το ενδιαφέρον αρκετών δυνάμεων, εντός και εκτός των τειχών, που μέχρι τότε τον θεωρούσαν έναν ηγέτη επιρρεπή στον λαϊκισμό και τον εθνικισμό.
Ωστόσο, η στρατηγική ανατοποθέτηση της Νέας Δημοκρατίας φαίνεται να μην είναι ακόμη ολική. Το βήμα που έκανε μοιάζει μετέωρο. Ενώ στηρίζει την κυβέρνηση Παπαδήμου, συμμετέχοντας σ’ αυτή, αρνείται να επιμεριστεί το βάρος νομοθετικών ρυθμίσεων.
Αδυνατεί να αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα στην προώθηση συγκεκριμένων μνημονιακών δεσμεύσεων, όπως οι διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, οι αποκρατικοποιήσεις, η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας, οι οποίες συνδέονται και με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Ανησυχεί για τις παρενέργειες της μνημονιακή της στροφής στη σκληρή κομματική της βάση και προβληματίζεται λόγω της μεγάλης επιρροής που έχουν στον κομματικό της πυρήνα οι λαϊκίστικες και εθνικιστικές δεξιές δυνάμεις. Εμφανίζεται λοιπόν επιρρεπής σε λογικές παροχολογίας και λαϊκισμού, πιστεύοντας ότι αυτές θα της αποδώσουν εκλογικά οφέλη.
Όμως η στάση της αυτή δημιουργεί επιφυλάξεις στις μετριοπαθείς συντηρητικές δυνάμεις, στις δυνάμεις του μεσαίου χώρου, οι οποίες αντιλαμβάνονται ότι η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια λαϊκίστικων αντιμνημονιακών διακηρύξεων, αλλά είναι υποχρεωμένη να επιδείξει συνέπεια και αποτελεσματικότητα στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει απέναντι στους κοινοτικούς εταίρους αλλά και στους πιστωτές της.
Οι δυνάμεις αυτές είναι σημαντικές και διαπερνούν το σύνολο του πολιτικού φάσματος. Παράλληλα, δεν εμπιστεύονται πλέον το ΠΑΣΟΚ, λόγω της πρόσφατης αναποτελεσματικής διακυβέρνησής του ή εμφανίζονται συγκρατημένες απέναντι στις προσπάθειές του να υποβαθμίσει τις ευθύνες του.
Η Νέα Δημοκρατία θα όφειλε να γνωρίζει πως η μνημονιακή της στροφή θα είχε αναπόφευκτα εσωκομματικές παρενέργειες. Πρώτον, διότι ως πολυσυλλεκτικό κόμμα συγκεντρώνει κάτω από την ομπρέλα του δυνάμεις με αποκλίνουσες απόψεις και, δεύτερον, γιατί επί δύο χρόνια ο πρόεδρός της είχε υιοθετήσει μια σκληρή αντιμνημονική στρατηγική.
Παράλληλα οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι όσο η πολιτική της δεν είναι στιβαρή και ξεκάθαρη, αλλά στηρίζεται σε αντιτιθέμενες στρατηγικές και λογικές συγκερασμού, τόσο θα αναπτύσσονται φυγόκεντρες τάσεις, επιζητώντας τη δική τους πολιτική έκφραση. Είναι αυτονόητο λοιπόν ότι θα πρέπει να αποφασίσει με «ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει», όπως έλεγε και ο γνωστός τραγουδοποιός.
Η ανασύνθεση του κεντροδεξιού χώρου οφείλει να είναι πολιτική και προγραμματική. Μόνο με τη συσπείρωση των δυνάμεων εκείνων που έχουν σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό και καθαρή μεταρρυθμιτική ατζέντα μπορεί να ενισχυθεί η κυβερνησιμότητα της Νέας Δημοκρατίας. Σε διαφορετική περίπτωση ή θα μετατραπεί σε ένα συνονθύλευμα διαφόρων αντικρουόμενων και εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων ή θα περιοριστεί σε αμιγώς λαϊκίστικο και εθνικιστικό κόμμα της λαϊκής Δεξιάς.
Η αυτοδυναμία μπορεί να φαντάζει δύσκολος έως και ακατόρθωτος στόχος, όμως είναι σίγουρο πως δεν θα επιτευχθεί χωρίς την ενίσχυση της κυβερνησιμότητας, η οποία θα κατακτηθεί με μια ουσιαστική, χωρίς αστερίσκους και αναστολές ανατοποθέτηση της στρατηγικής της.
Η στρατηγική ανατοποθέτηση της Νέας Δημοκρατίας στον μετριοπαθή κεντροδεξιό χώρο θα της προσδώσει στιβαρότητα και αποφασιστικότητα, θα συμβάλει στην ανάκτηση το χαμένου εδάφους και θα προσελκύσει το ενδιαφέρον ευρύτερων δυνάμεων που μέχρι πρότινος πρόβαλλαν ενστάσεις για την πολιτική της. Παράλληλα, θα ενοχοποιήσει τις δυνάμεις της εθνικής και λαϊκής Δεξιάς που σήκωσαν σημαία ευκαιρίας, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα έχουν στην χώρα και την οικονομία οι πολιτικές που προκρίνουν.
Άλλωστε όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, τα διλήμματα θα είναι συγκεκριμένα και θα απαιτούν συγκεκριμένες απαντήσεις. Στα διλήμματα αυτά θα φανεί η αδυναμία των λεγόμενων αντιμνημονιακών δυνάμεων να αρθρώσουν αξιόπιστη, σοβαρή και ρεαλιστική πρόταση.
Ο πολιτικός χρόνος μέχρι τις εκλογές είναι αναμφίβολα πολύς. Οι πολιτικές τάσεις δεν έχουν ακόμη αποκρυσταλλωθεί. Τα σημερινά δημοσκοπικά ευρήματα μπορούν να ανατραπούν. Οι στρατηγικές των κομμάτων θα δοκιμαστούν.
Το ζητούμενο για τη Νέα Δημοκρατία, μετά τη μνημονιακή της στροφή, είναι η διαμόρφωση του νέου πολιτικού της εαυτού.