Μαρία Κατσουνάκη
Καθημερινή, 5/11/2017
Στο τελευταίο πλάνο του ντοκιμαντέρ της Μαργαρίτας Μαντά «Ο μεγάλος περίπατος της Αλκης», η 92χρονη συγγραφέας κάθεται στη βεράντα του σπιτιού στο Πήλιο με την πλάτη στον φακό και ακούγεται η φωνή της: «Πόλεμος, Δεκέμβρης, Εμφύλιος, δικτατορία. “Ολο τα παλιά θυμόσαστε”. Μας βαριούνται. Δε λέμε να τα ξεχάσουμε, είναι όλη μας η ζωή». Το απόσπασμα είναι από την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», αλλά κλείνει με τον καλύτερο τρόπο μια αφήγηση στην οποία η ζωή και η Ιστορία, στην πιο λιτή και πυκνή εκδοχή τους, συνθέτουν μια ατμόσφαιρα οικεία όσο και η οικογένεια, μοναχική όσο και το βίωμα.
Η σκηνοθέτις, συνυπογράφοντας το σενάριο με τον γιο της Αλκης Ζέη, Πέτρο Σεβαστίκογλου, κατορθώνει να ισορροπήσει ανάμεσα στην παρατήρηση και στον σεβασμό για ανθρώπους που είναι «larger than life» (όπως σοφά πυκνώνει, ο αγγλοσαξωνικός ιδιωματισμός). Εν προκειμένω, όχι γιατί η ίδια υπαγορεύει με το ύφος της το αξιομνημόνευτο της ζωής της· κάθε άλλο. Η Αλκη Ζέη φροντίζει με κάθε εμφάνισή της να διαλύει οποιαδήποτε αχλύ θαυμασμού την περιβάλλει. Μιλάει με αμεσότητα και διαύγεια τόση, ώστε δεν αφήνει τίποτα ασαφές ή υπαινικτικό. Μάλιστα, εκεί που άλλοι θα φρόντιζαν με τρόπο (ή και χωρίς) να ενισχύσουν την υστεροφημία τους, τον μύθο τους, εκείνη γελάει, σαρκάζει, εστιάζει σε μια υπολεπτομέρεια, αποστρεφόμενη οποιαδήποτε δραματοποίηση. Αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι δεν έχει άποψη ούτε ότι υποβαθμίζει τη σημασία των γεγονότων. Κάθε άλλο.
Πώς θα μπορούσε εξάλλου ένας άνθρωπος που έχει ζήσει, συμμετέχοντας ενεργά, καθοριστικές για την Ελλάδα και τον κόσμο, ιστορικές περιόδους, να «απέχει» από την αποτίμηση; Λέει, για παράδειγμα: «Αν με ρωτούσαν τι θα ήθελα να έχει εξαφανιστεί από τη ζωή μου, από τα τόσα που πέρασα και δεν ήτανε και λίγα, θ’ απαντούσα αμέσως, χωρίς να σκεφτώ. Ο Δεκέμβρης του ’44. Θα ήθελα να μην είχε υπάρξει στη ζωή μου, να μην είχε υπάρξει στην Ιστορία. Και τώρα που γράφω γι’ αυτόν, δεν ψάχνω να βρω τις αιτίες, δε με νοιάζουν πια. Ξέρω πως κάθε σελίδα μου θα την πληρώσω μ’ ένα εφιαλτικό όνειρο. Υστερα από τόσα χρόνια, εδώ στις Βρυξέλλες, περιτριγυρισμένη από παιδιά κι εγγόνια στο μεγάλο μου δωμάτιο με τα ψηλά ταβάνια και παράθυρα που φτάνουν ώς πάνω. Ζέστη μέσα, έξω κρύο. Κι εγώ τώρα, θα συνεχίσω να γράφω στον υπολογιστή για τον Δεκέμβρη που θέλω να σβήσω από τη μνήμη μου». (Απόσπασμα από το βιβλίο «Με μολύβι φάμπερ νούμερο 2»).
Η Μαργαρίτα Μαντά τη συνοδεύει σε αυτήν την περιήγηση ζωής υποστηρικτικά. Γνωρίζοντας (γι’ αυτό και επιλέγει πού και πώς εστιάζει), αναδεικνύει με λιτότητα και οικονομία «τα παλιά» με το βλέμμα σύγχρονων αφηγήσεων. Συνοδοιπόροι της Αλκης Ζέη, όπως ο Μάνος Ζαχαρίας, ο Τίτος Πατρίκιος, μιλούν κι εκείνοι αυτοκριτικά και με απόσταση, αποφεύγοντας τις εξιδανικεύσεις. Λέει σε κάποιο σημείο ο Μάνος Ζαχαρίας: «Πολλές φορές με ρωτάνε αν για όσα, απ’ τη μικρή μεριά μου, έκανα αισθάνομαι ότι ήτανε μάταια και πολλές φορές όχι απλώς αναποτελεσματικά αλλά και αρνητικά. Και με ρωτάνε ακόμα, αν έχω μετανιώσει γι’ αυτό. Εάν είσαι συνεπής με τις ιδέες σου, τότε δεν έχεις να μετανιώσεις. Το θέμα, πια, είναι ότι μπορείς να μείνεις μόνος σου. Η μοναξιά, η αριστερή μοναξιά είναι η κατάληξη αυτής της υπόθεσης. Αρκεί να είσαι εντάξει με τον εαυτό σου».
Η Αλκη Ζέη μας ξεναγεί στα μέρη που επέλεγε για να γράψει, θυμάται την πρώτη συνάντησή της με τον Κάρολο Κουν, τι κρατούσε στα χέρια του, τον άντρα της Γιώργο Σεβαστίκογλου, τα ταξίδια, στη Μόσχα, στην Τασκένδη, στο Παρίσι, καθημερινές και ασήμαντες τότε πινελιές, που σήμερα, καθώς τις αφηγείται, παίρνουν τη θέση τους στο μεγάλο παζλ της μνήμης και της Ιστορίας.
Πώς να «βαρεθείς» όταν οι ζωές έχουν βαρύτητα αλλά όχι βάρος; Οταν, δηλαδή, κάποιοι από αυτούς, τους λίγους, που ζουν σήμερα, σε μεγάλη πια ηλικία, μπορούν να μοιραστούν τα βιώματά τους χωρίς να σταματούν το ρολόι του χρόνου αλλά να το αφήνουν ανοικτό στους αιφνιδιασμούς, στις χαρές, στις ανατροπές; Δεν ονοματίζουν (μόνο) τις δυσκολίες όχι γιατί δεν τις θυμούνται ή τις άφησαν κάπου, στη μακρά διαδρομή τους, αλλά γιατί τις επεξεργάστηκαν, τις μετασχημάτισαν σε κάτι άλλο. Ζύμωσαν την τόλμη τόσο, που την έκαναν να μοιάζει με ανεμελιά.