Ο κρητικός παράδεισος

Λαμπρινή Κουζέλη
Το Βήμα, 12/11/2017

Χριστόφορος Λιοντάκης
Ο μεγάλος δρόμος
Αφηγήματα
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017
σελ. 184, τιμή 12,72 ευρώ

«Οι λάσπες, το μεγάλο μαρτύριο του χειμώνα. Αν γλιστρούσες κι έπεφτες, κολλούσαν παντού, στα πόδια, στα ρούχα. Αλλά ακόμα κι αν δεν έπεφτες, δεν μπορούσες πάντα να τις αποφύγεις και κολλούσαν στα παπούτσια σου, που γίνονταν ασήκωτα». Ενα αγόρι μεγαλώνει στην αγροτική Κρήτη στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, ζώντας τον τόπο του κατάσαρκα.

Μετά τις Εικόνες που επιμένουν (2012) και τα Ποιήματα 1982-2010 (2015), και τα δύο από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, όπου συγκέντρωσε το σύνολο του ποιητικού του έργου, ο Χριστόφορος Λιοντάκης έχοντας συμπληρώσει 40 χρόνια παρουσίας στα γράμματα, στην ποίηση και στη μετάφραση, αλλά και στο δοκίμιο, με διακρίσεις και βραβεία στην Ελλάδα και στη Γαλλία, επιστρέφει με το νέο του βιβλίο Ο μεγάλος δρόμος (Γαβριηλίδης, 2017) στον τόπο της παιδικής ηλικίας, στο Ινι της Ανατολικής Μεσσαράς, σε έναν κάμπο περίκλειστο από λόφους κατάσπαρτους από αρχαία ερείπια και μυρωμένους θάμνους, με διηγήσεις από την Κατοχή και οθωμανικά κατάλοιπα.

Πένθος και μαγεία
Σε 15 αφηγήματα αυτοβιογραφικής στόφας αναπολεί ή αναπλάθει τα πρώτα χρόνια του, από το 1945 ως το 1956. Ενα τραγικό πένθος, η αυτοκτονία του «πικραγαπημένου» παππού από τη μάνα, βαραίνει την οικογένεια. «Εποχές δύσκολες, τα χαμόγελα λίγα κι η τρυφερότητα κρυμμένη». Οι γονείς εργάζονται σκληρά σε αγροτικές εργασίες, τα μεγαλύτερα αδέρφια λείπουν για σπουδές. «Το σπίτι δεν με χωρούσε. Τα πένθη πολλά κι εγώ ολομόναχος.

Ατιθάσευτη η πλήξη των παιδικών μου χρόνων». Παρότι η λέξη «πλήξη» αναφέρεται αρκετές φορές – για «θλίψη» είχε κάνει λόγο ο Λιοντάκης στον πρόλογο των Εικόνων που επιμένουν -, ο κόσμος της παιδικής ηλικίας παρουσιάζεται ως παράδεισος της Αρκαδίας, γεμάτος ήχους, χρώματα κι αρώματα, ανθρώπους και κίνηση.

Γλυκά μούρα που ματώνουν τα χέρια και μπάνιο στο ποτάμι, ανθισμένες βιολέτες και κάστανα που ψήνονται στο τζάκι, ντομάτα που ξεραίνεται στον ήλιο και σύκα που μυρίζουν δάφνη και αρμπαρόριζα, βατράχια και τριζόνια και νυχτερινά πουλιά. Οι ζωηρόχρωμες κουβέρτες που στεγνώνουν στα πεζούλια, η ευωδιά των χαμομηλιών και των καμένων λιόκλαδων, ρίγανη και θυμάρι, οι φωτιές του Κλήδονα, το αγκομαχητό των βοδιών στο αλώνι, ιστορίες στο φως της λάμπας πετρελαίου και του λυχναριού. Κακοτράχαλες ανηφόρες με γαϊδουράκι και γυναίκες μαυροντυμένες, μπλε χωνάκια απλωμένα στις βραγιές των περιβολιών, μάζεμα σαλιγκαριών κατακαλόκαιρο. Οι μεταξοσκώληκες που μασουλούν με ανεπαίσθητο ψίθυρο τα φύλλα της μουριάς, ο βήχας του πατέρα, η μητέρα που μισοκοιμάται κάτω από το γιασεμί, οι ψαλμωδίες των εσπερινών. Το λεωφορείο των πέντε από το Ηράκλειο, η αφρισμένη γκαζόζα στο καφενείο. Τσαλαβούτημα στο πατητήρι, το δροσερό νερό του πηγαδιού, τα νεαρά κατσικάκια που μυρίζουν γάλα, καλοκαιρινή μπόρα στο φρυγμένο χώμα. Το άναμμα των καντηλιών στα ξωκλήσια, τα ιερογλυφικά που αφήνουν στο άσκαφτο χώμα τα μικρά άγρια ζώα από τα νυχτερινά ερωτικά παιχνίδια τους, αηδόνια και αγριοτριανταφυλλιές και λιβάνι, τα ζώα που μιλούν μεταξύ τους, ερωτισμός και κατάνυξη, τρυφερότητα και ομορφιά, αθωότητα και λαϊκές δοξασίες.

Εμπειρίες και λέξεις
Εικόνες που μένουν ανεξίτηλες, ο Λιοντάκης χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη, εικόνες που τον μαγεύουν, τον μαγνητίζουν, ανεξίτηλες όπως οι πρώτες εμπειρίες: το πρώτο βιβλίο, το εικονογραφημένο Το αραπάκι ο Σαμπού, δώρο του νονού από την Αθήνα, η παρακολούθηση των πρώτων εκλογών του 1952 στο καφενείο, ο πρώτος μονήρης οργασμός στο ανθισμένο λιβάδι κάτω από το γαλάζιο, το πρώτο άκουσμα Τσιτσάνη στις μελό προβολές στο καφενείο.
Φορείς της ζωής του κόσμου, που της δίνουν ιδιαίτερη γεύση οι λέξεις, λέξεις ξεχασμένες μιας εποχής και μιας παρελθούσας πραγματικότητας: το νόμισμα που επινοεί ο πατέρας για να υπολογίζει τα μεροκάματα των εργατών (κοσάρες), ρούχα και κλινοσκεπάσματα (καμπανιές και πατανίες), λιχουδιές (πιταρίδες και κιοφτέρια) και παιχνίδια (ο Μπαμπούλας και οι φούσκες), το αργιλώδες χώμα στις στέγες (λεπίδα ή κουμουλιά).

Οι δικοί και οι ξένοι
Σε αυτό το σύμπαν κατοικούν ο αιρετικός και ριζοσπάστης πατέρας, βενιζελικός και φιλόξενος προς κάθε ξέμπαρκο που φτάνει στο χωριό. Η ακάματη και θλιμμένη μητέρα. Ο φοιτητής αδερφός που στέλνει καρτ-ποστάλ από τα ταξίδια του στην Ευρώπη, η στοργική μεγάλη αδερφή, «Οταν η αδερφή μου τελείωσε το γυμνάσιο, επέστρεψε στο χωριό. Ηταν για μένα μεγάλη ανάσα. Με παρακολουθούσε στα μαθήματα, έφτιαχνε γλυκά. Οι ακακίες άνθιζαν, όλα ήταν ένας κίτρινος καταιγισμός, κι εκείνη να λάμπει μέσα στο καινούριο φόρεμά της», και η ξεχωριστή γιαγιά Δέσποινα «βουτηγμένη στο πένθος εξαιτίας του άδικου χαμού του άντρα της, μιλούσε πολύ λίγο. Μιλούσαμε με αγγίγματα. Με κανένα πρόσωπο δεν έχω νιώσει τόση τρυφερότητα όσο μ’ εκείνη», οι ευσεβείς θείες, οι καλόκαρδες γερόντισσες της γειτονιάς, ο αγαπημένος δάσκαλος.

Γύρω από τους οικείους κινείται ένα πλήθος άλλων, οι Τσιγγάνοι με τα πολύχρωμα ρούχα, τα τσαντίρια και τα όργανά τους, ο περιοδεύων καραγκιοζοπαίκτης, τα μπουλούκια με τις γυναίκες με τα βαμμένα νύχια που έπαιζαν σκετσάκια στο καφενείο του χωριού, το συνεργείο προβολής κινηματογραφικών ταινιών που έφτανε από το Αρκαλοχώρι, το τρίκυκλο με τα παγωτά, οι ακροβάτες και οι γυρολόγοι, και βέβαια οι μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαθίστανται στο γειτονικό χωριό με την ανταλλαγή πληθυσμών, σε δωμάτια που μύριζαν κυδώνι και σταφύλι, κεφτέδες και τσιγαριστό κρεμμύδι. Οι κρητικές μαντινάδες μπλέκουν με τα λυπητερά τραγούδια των ξεριζωμένων.

Αυτοβιογραφικές ιστορίες ή λογοτεχνική κατασκευή του παρελθόντος, οι αφηγήσεις αυτές, γλαφυρές, γραμμένες με τον μεστό λόγο του Λιοντάκη, αποκαλύπτουν έναν κόσμο στον οποίο αναγνωρίζουμε την καταγωγή της ουσιαστικής, γήινης γλώσσας του, της απέριττης έκφρασης με τις εκκλησιαστικές αναφορές, της ευφρόσυνης μελαγχολίας, της υπόγειας τρυφερότητας, του στιβαρού λυρισμού και της ρωμαλέας εικονοποιίας των αισθήσεων που διακρίνουν το ποιητικό ύφος του. Κάνοντας έναν κύκλο που επιστρέφει στο σημείο αναχώρησης της πρώτης συλλογής, το Τέλος του τοπίου (1973), οι αφηγήσεις σταματούν στο τέλος του δημοτικού σχολείου, πριν από τα γυμνασιακά χρόνια στο Ηράκλειο, και την εγκατάλειψη της αθωότητας με την είσοδο στην εφηβεία, δημιουργώντας προσμονή για την ανάγνωση ιστοριών της ενηλικίωσης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *