Γιάννης K. Πρετεντέρης
Το Βήμα, 27/09/2020
Δεν νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να διασπαστεί. Για μια διάσπαση χρειάζονται δύο μέρη κάπως ισοδύναμα και η πλευρά Τσίπρα είναι σήμερα καταφανώς ισχυρότερη. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως κινδυνεύει να απαξιωθεί. Προ δεκαπέντε μηνών ηττήθηκε συντριπτικά σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις και έκτοτε οι δημοσκοπικές επιδόσεις του φθίνουν σταθερά. Ο εκλογικός πυρήνας κινείται πλέον γύρω από το 20%.
Αυτό όμως δεν είναι απαραιτήτως το χειρότερο. Το χειρότερο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσκρούει ακόμη και σήμερα σε μια ευρεία αρνητική και απορριπτική διάθεση της ελληνικής κοινωνίας. Οι αρνητικές γνώμες για τη δράση του φθάνουν και στο 77,1% (MARC, 13/9) ενώ συνήθως κινούνται πάνω από 65%.
Η γενική αυτή αξιολόγηση ισχύει και για τον ίδιο τον Τσίπρα. Οι αρνητικές γνώμες κινούνται σε όλες τις μετρήσεις σταθερά στο 60%-65% – με εξαίρεση την MRB, που κι αυτή τις μέτρησε πάνω από 50% (24/9). Δεν χρειάζεται να σταθώ στα επιμέρους ποιοτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο που να τη διαψεύδει.
Το βέβαιο είναι ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας εξακολουθούν να έχουν σήμερα απέναντί τους τα 2/3 της ελληνικής κοινωνίας. Πράγμα που σημαίνει ότι δεκαπέντε μήνες μετά τις εκλογές το κατ’ ευφημισμό «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» δεν φαίνεται να έχει υποχωρήσει ούτε ελάχιστα.
Σε αυτή λοιπόν τη γενικότερη εικόνα εγγράφεται και η εσωτερική σύγκρουση στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μια σύγκρουση αναντιστοιχίας με την κοινή γνώμη αλλά κυρίως μια σύγκρουση ταυτότητας και φυσιογνωμίας. Ευλόγως. Κανείς δεν μπορεί να πει σήμερα τι είναι και τι ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτός ίσως από την επιστροφή του στην εξουσία –«όχι αύριο, χθες» όπως είπε στη Θεσσαλονίκη κι ο Τσίπρας. Ούτε αυτό όμως είναι τυχαίο, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεκαπέντε μήνες στην αντιπολίτευση το μεγαλύτερο θέμα που ανέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι… η «λίστα Πέτσα»! Εχει καταφέρει να ασκεί μια πολιτική με πολλές φωνές και ελάχιστη σημασία.
Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι επικοινωνιακό, όπως φαίνεται να διαπιστώνει ο πρόεδρός του. Είναι βαθύτατα πολιτικό. Σε δύο επίπεδα.
Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τις αρνητικές πλευρές της διακυβέρνησής του και να αναδείξει τις αξιοσημείωτες. Οι αρνητικές γνώμες για τη διακυβέρνησή του ξεπερνούν το 80%! Σύρθηκε να απολογηθεί για την υπερφορολόγηση και το Μακεδονικό, για τον Παπαγγελόπουλο και το παραδικαστικό, για το Μάτι και τον Καμμένο. Σύντομα θα πρέπει να απαντήσει για τον Παππά και τον Πετσίτη, μόλις η υπόθεσή τους φτάσει στη Βουλή.
Δεύτερον, αντί να ανανεωθεί στην αντιπολίτευση και να αφομοιώσει έναν σύγχρονο πολιτικό λόγο, προσχωρεί όλο και περισσότερο σε έναν «παλαιο-πασοκισμό» ο οποίος και φθείρει την πολιτική του φυσιογνωμία και δεν πείθει. Αυτά τα περί «απατεώνα» Μητσοτάκη αγγίζουν τη σφαίρα του ξεκατινιάσματος.
Για να το πω παραστατικά, ο Πολάκης είναι παρωχημένο και απωθητικό στοιχείο της κοινωνίας μας. Δικαίως ή αδίκως. Μέσα στη γενική εικόνα, το τελευταίο που χρειαζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια εσωτερική σύγκρουση. Η οποία προέκυψε (κι αυτό είναι το βασικό δίδαγμά της) όχι επειδή ο Τσίπρας αμφισβητείται αλλά επειδή αποδεικνύεται ανήμπορος να χειριστεί επιμέρους αντιδικίες και αντιθέσεις.
Κι αν σε μια παράταξη έχει πρόβλημα ο αρχηγός, το λύνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ο ίδιος. Αν όμως σε μια παράταξη το πρόβλημα είναι ο αρχηγός, τότε ποιος θα το λύσει;