Εφημερίδα Η Αξία
10 Δεκεμβρίου 2011
Τα όσα συμβαίνουν την περίοδο αυτή στη χώρα μας, αποδεικνύουν για άλλη μια φορά ότι η πολιτική ζωή είναι ένα εκκρεμές.
Το 2009 το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, καταγράφοντας μια τεράστια διαφορά έντεκα μονάδων από τη Νέα Δημοκρατία. Σήμερα δύο χρόνια μετά, όλες σχεδόν οι δημοσκοπήσεις του δίνουν ποσοστά της τάξης των 15%.
Τα αίτια της μεγάλης καθίζησης είναι προφανή: Η ανεπάρκεια και ανικανότητά του να διαχειριστεί έστω και στοιχειωδώς μια πράγματι οξεία οικονομική κρίση. Το έλλειμμα διακυβέρνησης που επέδειξε, καθώς και η απουσία στιβαρής πολιτικής διεύθυνσης.
Η χώρα έζησε πρωτοφανή πολιτικά γεγονότα. Στην ουσία βρέθηκε στο κενό και μπροστά στον κίνδυνο της αυτοχειρίας, αναγκάστηκε ν’ αλλάξει Πρωθυπουργό, μεσούσης της κοινοβουλευτικής θητείας.
Το παράδοξο είναι ότι η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, το σύνολο σχεδόν των κορυφαίων στελεχών νομίζουν ότι έσωσαν τη χώρα. Με προκλητική αυταρέσκεια κομπάζουν για τις πολιτικές και το έργο τους και συμπεριφέρονται σαν να ζουν σε άλλον πλανήτη.
Παράλληλα, επιδίδονται σε ατέρμονες και ανούσιες ιδεολογικές αναζητήσεις, προβαίνοντας σε βαρύγδουπες τοποθετήσεις περί «αποκατάστασης της ιδεολογικής τους καθαρότητας» και άλλα συναφή, αρνούμενοι να τοποθετηθούν στο καίριο ζήτημα της ηγεσίας τους.
Οποιοσδήποτε αντικειμενικός παρατηρητής προσπαθήσει να δώσει μια εξήγηση για τα τεκταινόμενα, αβίαστα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια πολιτική ελίτ που έχει αποξενωθεί πλήρως από την κοινωνική της βάση, για ένα κόμμα τεχνικών εξουσίας, οι οποίοι έχουν υποκαταστήσει την πολιτική και τις ιδέες με καινοφανή επικοινωνιακά τεχνάσματα.
Ως εκ τούτου, η κατάλυση του ΠΑΣΟΚ ήταν φυσική συνέπεια. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας ξαφνιάζουν τα χαμηλά ποσοστά αποδοχής που σήμερα εμφανίζει το κόμμα, που στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης συνιστούσε τη μεγάλη τομή στην πολιτική ζωή του τόπου, επιδεικνύοντας ισχυρή πολυσυλλεκτικότητα, στοιχείο που το καθιστούσε κυρίαρχη πολιτική δύναμη και ταυτόχρονα του προσέδιδε κυβερνησιμότητα που διατήρησε επί τρεις δεκαετίες.
Ωστόσο, το καίριο ερώτημα που προκύπτει είναι αν μετά τα φαινόμενα αποσύνθεσης που εμφανίζει το ΠΑΣΟΚ, έχει τη δυνατότητα να ανασυνθέσει την κατακερματισμένη κοινωνική του βάση. Μήπως η συρρίκνωσή του είναι μη αναστρέψιμη; Μήπως οι πολίτες του έχουν στρέψει οριστικά την πλάτη τους;
Η διεθνής ιστορία μας δείχνει ότι μεγάλα πολιτικά κόμματα που είχαν υποστεί στρατηγικές ήττες, μπόρεσαν να αναταχθούν μόνο όταν βρέθηκαν στην ηγεσία τους προσωπικότητες στιβαρές, μεγάλου βεληνεκούς, με ισχυρό πολιτικό και ιδεολογικό εκτόπισμα.
Αξιοσημείωτη η περίπτωση του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, το οποίο καθηλωμένο επί δεκαέξι χρόνια στην αντιπολίτευση, άλλαξε τέσσερις αρχηγούς, ώσπου να βρει τον Τόνυ Μπλερ. Ο νέος του ηγέτης λειτουργώντας ως φορέας σύγχρονων ιδεών και με ισχυρό πολιτικό αφήγημα, προχώρησε στην ανασύστασή του κόμματος, κάνοντας πράξη τη μετεξέλιξή του.
Συνεπώς, οι πολιτικές ηγεσίες που μπορούν να εκφράσουν τη συγκυρία και να ενσαρκώσουν μια νέα κινούσα ιδέα, δημιουργούν τις προϋποθέσεις ανάταξης του κομματικού φορέα, αλλά και ανασύνθεσής των σχέσεών του με ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Γι’ αυτό και ο ηγέτης έχει καταλυτικό ρόλο στην άνοδο και την πτώση ενός κομματικού σχηματισμού.
Το ΠΑΣΟΚ, έχοντας πιστωθεί την ήττα της πολιτικής, χρειάζεται μια νέα θεμελίωση, μια νέα στρατηγική. Η πολιτική δεν είναι στατική υπόθεση. Είναι μια ζώσα διεργασία από την οποία τα φθαρμένα, απαξιωμένα και συρρικνωμένα προϊόντα αποβάλλονται. Ο κανόνας της χρησιμότητας κυριαρχεί και στην πολιτική και πρωτίστως στις σχέσεις κόμματος και πολιτών.
Τα αποκαλούμενα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όσο είναι παραδομένα στις πολιτικές τους φαντασιώσεις, τόσο θα αδυνατούν να κατανοήσουν και να εκφράσουν τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της νέας πραγματικότητας.